Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

χύνομαι

  • 1 ποτάμι

    1. τό река, поток;

    πλωτό ποτάμι — судоходная река;

    § τον πήρε το ποτάμι — он потерпел полное крушение; — он идёт ко дну;

    από το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι — погов, в тихом омуте черти водятся;

    2. επίρρ. рекой, ручьём; градом;

    χύνομαι ποτάμιлиться рекой (о слезах, крови);

    ο ιδρωτας τρέχει ποτάμι — пот льётся, катится градом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ποτάμι

  • 2 χύνω

    (αόρ. έχυσα, παθ. αόρ. (δ)χύθηκα и εχύθην) μετ.
    1) лить, наливать; вливать; 2) выливать; проливать; разливать; 3) сыпать, насыпать; 4) рассыпать, высыпать, просыпать; 5) плавить, расплавлять (металл);

    χύν μολύβι — плавить свинец;

    6) лить, отливать;

    χύνω κανόνια — отливать пушки;

    χύνω κεριά — отливать свечи;

    7) высыпать (о сыпи);
    8) физиол, извергать (семя); 9) перен. изливать, изрыгать;

    χύνει φαρμάκι η γλώσσα του — его язык источает яд, он очень язвителен;

    § εχυσα τα μάτια μου στο διάβασμα я испортил себе глаза чтением;

    χύνομαι

    1) — вливаться, наливаться;

    2) выливаться;
    проливаться; 3) высыпаться, просыпаться; рассыпаться;

    τα μαλλιά χύνονταν στούς ώμους της — волосы её рассыпались по плечам;

    4) впадать (о реке);
    5) кидаться, накидываться, набрасываться, нападать; χύθηκε απάνω μου σαν τίγρης он набросился на меня, как тигр; § χύθηκε το λάδι μας μέσα στο τηγάνι μας погов, не было бы счастья, да несчастье помогло

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χύνω

См. также в других словарях:

  • χύνομαι — χύνομαι, χύθηκα, χυμένος βλ. πίν. 2 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιρρέω — (Α ἐπιρρέω) [ρέω] 1. ρέω στην επιφάνεια, χύνομαι πάνω σε κάτι («καθύπερθεν ἐπιρρέει ἠΰτ’ ἔλαιον», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. ἐπιρρέομαι ποτίζομαι, αρδεύομαι αρχ. 1. εισρέω, χύνομαι μέσα σε κάτι («ποταμοῑσιν ἐμβαίνουσιν... ἕτερα ὕδατα ἐπιρρεῑ», Ηράκλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • παραπροχέομαι — Α παθ. χύνομαι κοντά σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προχέομαι «χύνομαι προς τα εμπρός»] …   Dictionary of Greek

  • περιεκχέομαι — Α χύνομαι προς τα έξω απ όλες τις μεριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἐκχέομαι «χύνομαι»] …   Dictionary of Greek

  • περιλείβομαι — Α (ποιητ. τ.) χύνομαι, ρέω από όλες τις μεριές, περιχύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + λείβομαι «χύνομαι, ρέω»] …   Dictionary of Greek

  • προσεπιρρέω — Α 1. χύνομαι επίσης 2. παθ. προσεπιρρέομαι κατακλύζομαι επίσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιρρέω «χύνομαι ρέω»] …   Dictionary of Greek

  • έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • αμφινάω — ἀμφινάω (Α) ρέω, χύνομαι ολόγυρα από κάτι …   Dictionary of Greek

  • αμφιχέω — ἀμφιχέω (Α) Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω παθ. 1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού 2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος] …   Dictionary of Greek

  • αναβλύω — ἀναβλύω (Α) (για υγρά) 1. αναβλύζω* 2. χύνομαι βράζοντας, ξεχειλίζω 3. βγάζω αφρούς από το στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + βλύω (νεώτ. τ. τού ρ. βλύζω* πρβλ. κ. ἀναβλύζω)] …   Dictionary of Greek

  • ανερεύγω — ἀνερεύγω (Α) 1. εξεμώ, ξερνώ 2. μέσ. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + *ερεύγω, τού ερεύγομαι (Ι) «κάνω εμετό, εκβάλλω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»