-
1 χόνδρινος
χόνδρινος, s. das Vor.
-
2 χόνδρινος
η, ο[ν] хрящевой (состоящий из хряща) -
3 χόνδρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χόνδρινος
-
4 χονδρινος
kıkırdak -
5 χόνδρινος
cartilagineux -
6 χόνδρινον
χόνδρινοςmasc acc sgχόνδρινοςneut nom /voc /acc sg -
7 χονδρίλος
χονδρίλος, oder χονδρίβος, ἄρτος, f. l. für χόνδρινος, eine Art grobes Brot aus Graupen gemacht, Archestrat. bei Ath. III, 112 a.
-
8 κριμνατίας
κριμνατίας, ἄρτος, oder κριμματίας, Archestr. bei Ath. III, 112 b, = Folgdm, als χόνδρινος ἄρτος erklärt.
-
9 хрящевой
хрящевойприл τραγανός, χόνδρινος, χονδρώδης. -
10 хрящевой
[χργιαστσιβόί] επ. (ανατ.) χόνδρινος -
11 хрящевой
[χργιαστσιβόϊ] επ (ανατ) χόνδρινος -
12 продельный
επ.χόνδρινος, από χόνδρους. -
13 cartilagineux
1) χονδρικός2) χόνδρινος
См. также в других словарях:
χόνδρινος — η, ο / χόνδρινος, ίνη, ον, ΝΑ νεοελλ. αυτός που αποτελείται από χόνδρο, από ελαστικό και ανθεκτικό ζωικό ιστό αρχ. ο παρασκευασμένος από χόνδρο, από χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι («ὅν καλέουσι κεῑνοι κριμνατίαν, οἱ δ ἄλλοι χόνδρινον ἄρτον»,… … Dictionary of Greek
χόνδρινον — χόνδρινος masc acc sg χόνδρινος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… … Dictionary of Greek
αμφίβια — Ομοταξία σπονδυλωτών στην οποία ανήκουν ζώα μικρού ή μεσαίου μεγέθους, που ζουν σε γλυκά νερά ή στην ξηρά, κοντά σε υδάτινα ρεύματα. Τα α. κατατάσσονται με βάση την εξωτερική διάρθρωση του σώματός τους σε δύο υφομοταξίες: τα αψιδοσπονδυλωτά και… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
δίπνευστοι ή δίπνοοι — Ομάδα ψαριών του γλυκού νερού. Αναπτύχθηκαν κατά τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα και σήμερα περιλαμβάνουν μόνο τρία γένη. Οι δ. θεωρούνται κατηγορία μεταβατικών ζώων, μεταξύ ψαριών και αμφίβιων, εξαιτίας των οδοντικών πλακών, της κατασκευής… … Dictionary of Greek
οστεοαρθρικό σύστημα — Σύστημα που σχηματίζεται από δύο ή περισσότερα οστά και από συζευκτικά μέσα, τα οποία επιτρέπουν διάφορου βαθμού κινητικότητα στα οστά τα οποία συνδέουν. Οι αρθρώσεις διακρίνονται, με ανατομικά και λειτουργικά κριτήρια, σε δύο μεγάλες ομάδες: την … Dictionary of Greek
σελάχιο — Ομοταξία χόνδρινων ιχθύων, σαφώς διαφορετικών από τους οστέινους, οι οποίοι λέγονται τελεόστεοι ή οστεϊχθύες. Παλιότερα τα σ. θεωρούνταν υφομοταξία των ψαριών, που σήμερα αποτελούν μια υπερομοταξία. Τα σ., που λέγονται και πλαγιόστομοι, έχουν… … Dictionary of Greek