-
61 обособленный
επ. από μτχ.1. απομονωμένος, ξεμοναχιασμένος• μόνος, μοναχικός. || ξεκομμένος, αποσυρμένος, κλειστός.2. (γραμμ.)• χωριστός, -σμένος•-ое определение χωρισμένος προσδιορισμός (με κόμματα).
-
62 отдельный
επ.1. χωρισμένος, χωριστός, ξεχωριστός, ξέχωρος• ιδιαίτερος•сидеть за -ым столом κάθομαι σε ξεχωριστό τραπέζι•
ход ιδιαίτερη είσοδος•
положить в отдельный ящик βάζω σε ιδιαίτερο συρτάρι•
в каждом -ом случае σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση.
|| μεμονωμένος•-ое дерево μεμονωμένο δέντρο.
|| (συνήθως πλθ.)• -ые μερικοί•-ые примеры μερικά παραδείγματα•
-ые лица, люди μερικά πρόσωπα, μερικοί άνθρωποι.
2. (στρατ.) ανεξάρτητος•отдельный батальон ανεξάρτητο τάγμα.
-
63 раздельный
επ.(ξε)χωριστός, ξέχωρος, χωρισμένος• ιδιαίτερος•-ое обучение χωριστή εκπαίδευση (μαθητών και μαθητριών)•
-ая жизнь χωρισμένη ζωή.
|| διαχωριστικός, της διαμοίρασης.2. διακοφτός, διακεκομμένος•-ая речь διακοφτή ομιλία.
3. ευκρινής•-ое произношение ευκρινής προφορά.
-
64 рассыпной
επ.λιανός, ψιλός, τριμμένος. || χωριστός, ασυσκεύαστος, χύμα•-ые сигаретты τσιγάρα χύμα.
εκφρ.рассыпной строй – (στρατ.)• ακροβολισμός. -
65 сепаратный
επ.χωριστός, ξεχωριστός•сепаратный мир χωριστή ειρήνη.
-
66 ἀδιαχώριστος
ἀδια-χώριστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιαχώριστος
-
67 ἀκαταχώριστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαταχώριστος
-
68 ἀκαταχώριστος
ἀ-κατα-χώριστος, nicht abgesondert, unverdaut -
69 ἀχώριστος
ἀ-χώριστος, (1) ungetrennt; unzertrennlich. (2) dem kein Platz angewiesen ist -
70 δυςχώριστος
δυς-χώριστος, schwer zu trennen, zu lösen -
71 εὐχώριστος
εὐ-χώριστος, leicht zu trennen, trennbar -
72 Separable
adj.P. χωριστός ( Aristotle).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Separable
-
73 munfasıl
χωρισμένος χωριστός, αποσπασμένος -
74 séparé
1) χωριστός2) χωρισμένος3) διαζευγμένος -
75 separate
1) ιδιαίτερος2) ξεχωριστός3) χωρίζω4) χωριστός -
76 odrębny
1) διαφορετικός2) χωριστός
См. также в других словарях:
χωριστός — separable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστός — ή, ό / χωριστός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρίζω] χωρισμένος, μεμονωμένος, μόνος, ιδιαίτερος (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «χωριστός φθόγγος» μουσ. φθόγγος μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία φράση νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek
χωριστός — ή, ό επίρρ. ά χωρισμένος, απομακρυσμένος, ιδιαίτερος: Μένουν σε χωριστά σπίτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωριστότερον — χωριστός separable adverbial comp χωριστός separable masc acc comp sg χωριστός separable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστόν — χωριστός separable masc acc sg χωριστός separable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστοῖς — χωριστός separable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστοί — χωριστός separable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστούς — χωριστός separable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστῆς — χωριστός separable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστή — χωριστός separable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστῶς — χωριστός separable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)