-
1 χωριστος
31) отделимый(μόρια Arst.)
χ. ἢ μεγέθει ἢ λόγῳ Arst. — отделимый пространственно или мысленно2) отдельный, обособленный, самостоятельно существующий(ἰδέαι χωρισταί Arst.)
3) отчуждаемый(κτῆμα Arst.)
4) отвлеченный(μαθήματα Arst.)
-
2 χωριστός
-
3 χωριστός
[хористос] εκ. отдельный, изолированный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χωριστός
-
4 χωριστός
[хористос] επ отдельный, изолированный. -
5 αχωριστος
21) не разделенный(οὐκ ἀχώριστά γε δύο, ἀλλ΄ ἕν Plat.)
2) не(раз)делимый(τόπῳ ἢ διανοίᾳ Arst.)
3) неотделимый(τῶν Ἐπικούρου δογμάτων Plut.)
4) оставшийся без места -
6 δυσχωριστος
См. также в других словарях:
χωριστός — separable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστός — ή, ό / χωριστός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρίζω] χωρισμένος, μεμονωμένος, μόνος, ιδιαίτερος (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «χωριστός φθόγγος» μουσ. φθόγγος μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία φράση νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek
χωριστός — ή, ό επίρρ. ά χωρισμένος, απομακρυσμένος, ιδιαίτερος: Μένουν σε χωριστά σπίτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωριστότερον — χωριστός separable adverbial comp χωριστός separable masc acc comp sg χωριστός separable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστόν — χωριστός separable masc acc sg χωριστός separable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστοῖς — χωριστός separable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστοί — χωριστός separable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστούς — χωριστός separable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστῆς — χωριστός separable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστή — χωριστός separable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστῶς — χωριστός separable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)