Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χωριστός

См. также в других словарях:

  • χωριστός — separable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστός — ή, ό / χωριστός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρίζω] χωρισμένος, μεμονωμένος, μόνος, ιδιαίτερος (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «χωριστός φθόγγος» μουσ. φθόγγος μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία φράση νεοελλ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • χωριστός — ή, ό επίρρ. ά χωρισμένος, απομακρυσμένος, ιδιαίτερος: Μένουν σε χωριστά σπίτια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωριστότερον — χωριστός separable adverbial comp χωριστός separable masc acc comp sg χωριστός separable neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστόν — χωριστός separable masc acc sg χωριστός separable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστοῖς — χωριστός separable masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστοί — χωριστός separable masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστούς — χωριστός separable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστῆς — χωριστός separable fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστή — χωριστός separable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστῶς — χωριστός separable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»