-
1 χωριστός
[хористос] εκ. отдельный, изолированный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χωριστός
-
2 отдельный
отдельный ξέχωρος· ξεχωριστός* χωριστός, ιδιαίτερος (особый)' \отдельныйая квартира το διαμέρισμα· \отдельный номер (в гостинице ) το χωριστό δωμάτιο* * *ξέχωρος; ξεχωριστός; χωριστός, ιδιαίτερος ( особый)отде́льная кварти́ра — το διαμέρισμα
отде́льный но́мер (в гостинице) — το χωριστό δωμάτιο
-
3 сепаратный
сепаратный полит, χωριστός; \сепаратный мир η χωριστή ειρήνη* * *полит.сепара́тный мир — η χωριστή ειρήνη
-
4 нераздельный
нераздельныйприл ἀδιαίρετος, ἀξε-χώριστος, ἀχώριστος, ἀναπόσπαστος. -
5 отдельный
отдельн||ыйприл χωρισμένος, χωριστός, ἰδιαίτερος:\отдельныйая квартира τό χωριστό διαμέρισμα· \отдельный ый ход ἡ ἰδιαιτέρα είσοδος· в каждом \отдельныйом случае σέ κάθε ίδιαιτέραν περίπτωση· \отдельныйые люди полагают... μερικοί ἄνθρωποι νομίζουν...· \отдельныйые разрозненные хозяйства μικρά σκόρπια ἀγροτικά νοικοκυριά. -
6 раздельный
раздельныйприл1. χωριστός, ξεχωρισμένος:\раздельныйое обучение ἡ χωριστή ἐκπαίδευση·2. (о произношении) εὐκρινής, καθαρός. -
7 разрозненный
разрозненныйприл ξεχωριστός, χωριστός, σκόρπιος/ μεμονωμένος (отдельный)/ παράταιρος, ἀταίριαστος (непарный):\разрозненныйенные действия οἱ μεμονωμένες (или οἱ σκόρπιες) ἐνέργειες· \разрозненныйенное собрание сочинений χωριστοί τόμοι τών ἀπάντων. -
8 сепаратный
сепаратныйприл χωριστός:\сепаратный мир ἡ χωριστή εἰρήνη. -
9 отдельный
[αντιέλ'νυϊ] εκ. χωριστός -
10 раздельный
[ ραζντιέλ” νυϊ] επ. χωριστός -
11 сепаратный
[συταράτνυΐ] επ. χωριστός -
12 отдельный
[αντιέλ'νυϊ] επ χωριστός -
13 раздельный
[ ραζντιέλ” νυϊ] επ χωριστός -
14 сепаратный
[συταράτνυϊ] επ χωριστός -
15 обособленный
επ. από μτχ.1. απομονωμένος, ξεμοναχιασμένος• μόνος, μοναχικός. || ξεκομμένος, αποσυρμένος, κλειστός.2. (γραμμ.)• χωριστός, -σμένος•-ое определение χωρισμένος προσδιορισμός (με κόμματα).
-
16 отдельный
επ.1. χωρισμένος, χωριστός, ξεχωριστός, ξέχωρος• ιδιαίτερος•сидеть за -ым столом κάθομαι σε ξεχωριστό τραπέζι•
ход ιδιαίτερη είσοδος•
положить в отдельный ящик βάζω σε ιδιαίτερο συρτάρι•
в каждом -ом случае σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση.
|| μεμονωμένος•-ое дерево μεμονωμένο δέντρο.
|| (συνήθως πλθ.)• -ые μερικοί•-ые примеры μερικά παραδείγματα•
-ые лица, люди μερικά πρόσωπα, μερικοί άνθρωποι.
2. (στρατ.) ανεξάρτητος•отдельный батальон ανεξάρτητο τάγμα.
-
17 раздельный
επ.(ξε)χωριστός, ξέχωρος, χωρισμένος• ιδιαίτερος•-ое обучение χωριστή εκπαίδευση (μαθητών και μαθητριών)•
-ая жизнь χωρισμένη ζωή.
|| διαχωριστικός, της διαμοίρασης.2. διακοφτός, διακεκομμένος•-ая речь διακοφτή ομιλία.
3. ευκρινής•-ое произношение ευκρινής προφορά.
-
18 рассыпной
επ.λιανός, ψιλός, τριμμένος. || χωριστός, ασυσκεύαστος, χύμα•-ые сигаретты τσιγάρα χύμα.
εκφρ.рассыпной строй – (στρατ.)• ακροβολισμός. -
19 сепаратный
επ.χωριστός, ξεχωριστός•сепаратный мир χωριστή ειρήνη.
См. также в других словарях:
χωριστός — separable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστός — ή, ό / χωριστός, ή, όν, ΝΜΑ [χωρίζω] χωρισμένος, μεμονωμένος, μόνος, ιδιαίτερος (α. «έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες» β. «χωριστῷ τόπῳ», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. «χωριστός φθόγγος» μουσ. φθόγγος μη συνδεδεμένος με άλλους σε ενιαία φράση νεοελλ. μσν.… … Dictionary of Greek
χωριστός — ή, ό επίρρ. ά χωρισμένος, απομακρυσμένος, ιδιαίτερος: Μένουν σε χωριστά σπίτια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωριστότερον — χωριστός separable adverbial comp χωριστός separable masc acc comp sg χωριστός separable neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστόν — χωριστός separable masc acc sg χωριστός separable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστοῖς — χωριστός separable masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστοί — χωριστός separable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστούς — χωριστός separable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστῆς — χωριστός separable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστή — χωριστός separable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωριστῶς — χωριστός separable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)