-
41 упаковка
1. (процесс) η συσκευασία, το πακετάρισμα 2. (материал, обшивка, тара) η συσκευασί/α, το δέμα, το πακέτο (ξεν.)погрузка без - и φόρτωση άνευ - ας/χωρίς -цена без - и τιμή χωρίς/άνευ - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упаковка
-
42 фактографичный
βασιζόμενος σε πραγματικά γεγονότα (χωρίς ανάλυση και σύνοψη)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фактографичный
-
43 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
44 безвкусный
безвкусный 1) (о пище) άνοστος 2) (неизящный) ακα λαίσθητος, χωρίς γούστο* * *1) ( о пище) άνοστος2) ( неизящный) ακαλαίσθητος, χωρίς γούστο -
45 бездарный
-
46 безрезультатный
-
47 бесплатно
-
48 беспосадочный
беспосадочный: \беспосадочный полёт η πτήση χωρίς ενδιάμεση προσ γείωση* * *беспоса́дочный полёт — η πτήση χωρίς ενδιάμεση προσγείωση
-
49 бесправный
-
50 бесследно
-
51 вагон
вагон м το βαγόνι; спальный \вагон το βαγκονλί; международный \вагон το βαγόνι εξωτερικού; мягкий \вагон το βαγόνι πρώτης θέσης; купированный (или купейный) \вагон το βαγόνι με κουπέ плацкартный \вагон το βαγόνι χωρίς κουπέ \вагон-ресторан το βαγκονρεστοράν багажный \вагон η σκευοφόρος* * *мτο βαγόνιспа́льный ваго́н — το βαγκονλί
междунаро́дный ваго́н — το βαγόνι εξωτερικού
мя́гкий ваго́н — το βαγόνι πρώτης θέσης
купи́рованный ( или купе́йный) ваго́н — το βαγόνι με κουπέ
плацка́ртный ваго́н — το βαγόνι χωρίς κουπέ
ваго́н-рестора́н — το βαγκονρείσοράν
бага́жный ваго́н — η σκευοφόρος
-
52 ведома
-
53 задуматься
задуматься σκέφτομαι, συλλογίζομαι, συλλογιέμαι* \задуматься над чём-л. συλλογίζομαι κά τι не \задуматьсяываясь χωρίς δισ ταγμό* * *σκέφτομαι, συλλογίζομαι, συλλογιέμαιзаду́маться над чем-л. — συλλογίζομαι κάτι
не заду́мываясь — χωρίς δισταγμό
-
54 исключение
исключение с η εξαίρεση; в виде \исключениея σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση без \исключенией χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως за \исключениеем... εκτός...* * *сη εξαίρεσηв ви́де исключе́ния — σαν εξαίρεση, κατ' εξαίρεση
без исключе́ний — χωρίς εξαίρεση, ανεξαιρέτως
за исключе́нием… — εκτός…
-
55 колебание
колебание с (сомнение) о δισταγμός без \колебанией χωρίς δισταγμό* * *с( сомнение) ο δισταγμόςбез колеба́ний — χωρίς δισταγμό
-
56 кондуктор
кондуктор м о εισπρύχτορας без \кондуктора χωρίς εισπράχτορα* * *мο εισπράχτο-ραςбез конду́ктора — χωρίς εισπράχτορα
-
57 малейший
малейший παραμικρός, ελάχιστος' ни \малейшийего сомнения χωρίς την παραμικρή αμφιβολία* * *παραμικρός, ελάχιστοςни мале́йшего сомне́ния — χωρίς την παραμικρή αμφιβολία
-
58 налегке
налегке 1) (легко одетый) ελαφρά ντυμένος 2) (без багажа) χωρίς αποσκευές* * *1) ( легко одетый) ελαφρά ντυμένος2) ( без багажа) χωρίς αποσκευές -
59 непременно
-
60 нота
I нота Ι ж 1) муз. η νότα 2) мн.: \нотаы οι νότες· играть без нот παίζω χωρίς νότες II нота II ж дип. η διακοίνωση, η νότα* * *I ж1) муз. η νότα2) мн.но́ты — οι νότες
II ж дип.игра́ть без нот — παίζω χωρίς νότες
η διακοίνωση, η νότα
См. также в других словарях:
χωρίς — separately indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρίς — ΝΜΑ, και χῶρι και σε επιγρ. χωρί Α (ως καταχρ. πρόθεση) δίχως, άνευ (α. «χωρίς θέρμη θερμάθηκε», δημ. τραγούδι β. «χωρίς να θέλεις έξαφνα βαριά ν αναστενάζεις», Βαλαωρ. γ. «χωρὶς ποδοψήστρων τε καὶ τῶν ποικίλων κληδὼν ἀϋτέϊ», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ … Dictionary of Greek
χωρίς — επίρρ. τροπ. 1. χωριστά, χώρια, δίχως: Ήρθε χωρίς τη γυναίκα του. 2. φρ., «χωρίς άλλο», εξάπαντος, δίχως άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χωρὶς τότ’ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια. — См. Много говорено, да мало сказано … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Γιατροί Χωρίς Σύνορα — Ανεξάρτητη ανθρωπιστική οργάνωση, που έχει σκοπό την ανθρωπιστική αλληλεγγύη, και συγκεκριμένα την παροχή ιατρικής βοήθειας οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη, ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις ή φύλο. Στόχος της επίσης είναι και η… … Dictionary of Greek
Οὔτε ἴππῳ χωρὶς χαλινοῦ οὔτε πλούτω χωρὶς λογισμοῦ δυνατὸν ἀσφαλῶς χρήσασθαι. — См. Саврас без узды … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αδημονώ — (χωρίς αόρ. και μτχ. παθ. παρκ.), αγωνιώ, ανυπομονώ: Αδημονούσε να πάρει γράμμα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek