-
1 бездарный
-
2 неловкий
-
3 корявый
коряв||ыйприл1. (искривленный) στραβός, στρεβλός·2. (загрубевший, шероховатый) ροζιασμένος:\корявыйые руки τά ροζιασμένα χέρια·3. (о лице) βλογιοκομμένος'4. (топорный, неумелый) ἀδέξιος, κακότεχνος:\корявый стиль τό κακότεχνο ὕφος· \корявый почерк ἀδέξιος γραφικός χαρακτήρας. -
4 неуклюжий
неуклюжийприл ἀδέξιος, ἄγαρμπος, χονδροειδής:\неуклюжий человек ὁ ἀδέξιος ἀνθρωπος. -
5 неловкий
επ., βρ: -вок, -вка, -вко.1. αδέξιος, ανεπιτήδειος, νωθρός, οκνός•неловкий человек αδέξιος (μη σβέλτος) άνθρωπος•
-ое дви-жние αδέξια κίνηση.
2. μη βολικός άβολος, ανάβολος•лежоть в -ом положении ξαπλώνω κάπως στενόχωρα.
|| δυσχερής, δύσκολος•-ое положение δυσχερής κατάσταση ή θέση•
поставить кого-н. в -ое положение φέρνω κάποιον σε δυσχερή θέση•
попасть в -ое положение περιέρχομαι σε δύσκολη κατάσταση.
-
6 бестолковый
-
7 безрукий
безрукийприл1. κούλας;2. перен разг ἀδέξιος, ἀνίκανος. -
8 бестолковый
бестолко́в||ыйприл ἀνόητος, ἀδέξιος, ἀσυνάρτητος:\бестолковый человек ἀνόητος ἀνθρωπος; \бестолковыйое письмо́ ἀσυνάρτητο γράμμα. -
9 валиться
валитьсянесов1. (падать) πέφτω, πίπτω, γκρεμίζομαι:\валиться с ног от усталости δέ στέκομαι στά πόδια μου (ἀπ; τήν κούραση);2. (разрушаться) σωριάζομαι χάμου, γκρεμίζομαι, καταστρέφομαι; ◊ у него все из рук валится разг а) (от неловкости) εἶναι ἀδέξιος, δέν καταφέρνει τίποτε, б) (от нежелания) δέν ἔχει δρεξη γιά τίποτε. -
10 косолапый
косолапыйприл1. στραβοπόδης, στραβοπόδαρος·2. перен (неловкий) разг ἀδέξιος. -
11 мешковатый
мешковатыйприл1. (о платье) ἀσουλούπωτος, κακοραμμένος·2. перен (о человеке) ἀδέξιος / μπατάλικος (неуклюжий). -
12 неискусный
неиску́сн||ыйприл ἀδέξιος, ἄτεχνος, ἄγαρμπος. -
13 неловкий
нело́в||кийприл1. (неуклюжий) ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος:\неловкийкое движение ἡ ἀδέξια κίνηση·2. (неудобный) ἀβολος:\неловкийкая по́за ἡ ἀβολη πόζα (или στάση)·3. (неискусный) ἀποτυχημένος, ἀτυχής·4. (за-труднительный, неприятный) δυσχερής, δύσκολος:я оказался в \неловкийком положении βρέθηκα σέ δύσκολη θέση. -
14 неповоротливый
неповоротлив||ыйприл ἀδέξιος, ἀνεπι-τήδειος (неловкий)/ δυσκίνητος, ἀργοκίνητος, νωθρός (медлительный). -
15 нескладный
нескладн||ыйприл1. разг κακοφτια-γμένος, κακοκαμωμένος / ἀδέξιος (неуклюжий):\нескладный человек ὁ ἄχαρις· \нескладныйая вещьто κακοφτιαγμένο πρἄγμα·2. (нестройный) ἀσυνάρτητος:\нескладный рассказ ἡ ἀσυνάρτητη ἀφήγηση·3. (неудачный) ἀτσαλος:\нескладныйая жизнь ἡ ἀτσαλη ζωή. -
16 неспособностьый
неспособность||ыйприл ἀνίκανος, ἀδέξιος:\неспособностьыйый ученик ὁ ἀνίκανος μαθητής· \неспособностьыйый к музыке ὁ ἄμουσος· он не способен на такую низость δέν εἶναι Ικανός γιά τέτοια προσ-τυχιά. -
17 неумелый
неуме||лыйприл ἀδέξιος, ἀνεπιτήδειος / ἀνίκανος, ἀτζαμής, κακότεχνης (о человеке). -
18 тюлень
тюленьм1. ἡ φώκια, ἡ φώκη·2. (неуклюжий человек) разг ὁ ἀγροίκος, ὁ ἀδέξιος. -
19 увалень
уваленьм разг ὁ ἄγαρμπος, ὁ μπατάλης, ὁ ἀδέξιος. -
20 угловатый
угловатыйприл μονοκόμματος, ἄχα-ρις, ἀδέξιος, δύσκαμπτος.
См. также в других словарях:
ἀδέξιος — left handed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδέξιος — ια, ιο (Α ἀδέξιος, ιον) αυτός που δεν έχει ευχέρεια σε κάτι, ανίκανος, ανεπιτήδειος, ανάξιος, ατζαμής νεοελλ. 1. δειλός, συνεσταλμένος 2. (για περιστάσεις κ.λπ.) απρόσφορος, αντίξοος αρχ. αυτός που δεν χρησιμοποιεί με ευχέρεια το δεξί χέρι, ο… … Dictionary of Greek
αδέξιος — α, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι επιτήδειος, επιδέξιος: Ο χειρισμός της υπόθεσης υπήρξε αδέξιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδεξίως — ἀδέξιος left handed adverbial ἀδέξιος left handed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέξιον — ἀδέξιος left handed masc/fem acc sg ἀδέξιος left handed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεξίου — ἀδέξιος left handed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεξίῳ — ἀδέξιος left handed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέξια — ἀδέξιος left handed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαιός — ά, ό / σκαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή, Ν μτφ. (για πρόσ.) βάναυσος, τραχύς, σκληρός, απότομος (α. «ο σκαιός χαρακτήρας του τόν αποξενώνει από όλους» β. «σκαιός.... καὶ ἀναίσθητος», Δημοσθ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται προς τα αριστερά, αριστερός… … Dictionary of Greek
List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… … Wikipedia
άξεστος — η, ο (AM ἄξεστος, ον) 1. ακατέργαστος, απελέκητος («ἄξεστος λίθος», Σοφοκλής) 2. μτφ. τραχύς, αδέξιος, ακαλλιέργητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ξεστός < ξέω] … Dictionary of Greek