См. также в других словарях:
τραπεζεύς — έως, ὁ, Α 1. (στον Όμ.) (κυρίως με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει στην τράπεζα, στο τραπέζι («τραπεζῆες κύνες» τα σκυλιά που τρέφονταν από το τραπέζι, από τα φαγητά τών κυρίων τους, Ομ. Ιλ.) 2. ομοτράπεζος, σύνδειπνος 3. αυτός που ζει εις βάρος… … Dictionary of Greek
τυμπανεύς — έως, ὁ, Α το κοίλο τμήμα τυμπάνου ή βαρελιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμπανον + κατάλ. εύς (πρβλ. χυτρ εύς)] … Dictionary of Greek