-
1 χυτρ-εψός
-
2 χυτρεψός
χυτρ-εψός, ὁ,A boiler of pots, Parmenio ap.Ath.13.608a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χυτρεψός
-
3 χυτρεψός
См. также в других словарях:
κολλεψός — κολλεψός, ὁ (Α) αυτός που παρασκεύαζε κόλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + εψός (< ἕψω «βράζω»), πρβλ. λιν εψός, χυτρ εψός] … Dictionary of Greek
μυρεψός — ο (ΑΜ μυρεψός, Μ και μυροψίος και μυροψός) αυτός που παρασκευάζει μύρα, ο μυροποιός («τοὺς δὲ βαφεῑς και μυρεψοὺς ἀνελευθέρους ἡγούμεθα», Πλούτ.) μσν. μυροπώλης, αυτός που πουλάει αρωματικά είδη και φαρμακευτικά προϊόντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον +… … Dictionary of Greek
φακεψός — και φακηψός, ὁ, Α αυτός που βράζει φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός «έδεσμα από φακές» + εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»), πρβλ. χυτρ εψός] … Dictionary of Greek