-
101 ὑγρόχυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑγρόχυτος
-
102 ὑδρόχυτος
ὑδρό-χῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑδρόχυτος
-
103 ὑποσύγχυτος
ὑποσύγ-χῠτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποσύγχυτος
-
104 ἀμφίχυτος
ἀμφί-χυτος ( χέω): poured (spread) around, demolished, of an earthen wall, Il. 20.145†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφίχυτος
-
105 ἀδιάχυτος
ἀ-διά-χυτος, nicht zerfließend od. zerflossen, nicht lang; von Demosthenes gedrängtem Stil -
106 ἀπαράχυτος
ἀ-παρά-χυτος, ohne Zusatz von Wasser, unvermischt -
107 ἄργυρος,
-
108 ἀρτίχυτος
-
109 ἀσύγχυτος
ἀ-σύγ-χυτος, nicht zusammengeschüttet, unvermischt -
110 αὐτόχυτος
αὐτό-χυτος, von selbst, von Natur ergossen -
111 ἔγχυτος
-
112 ἔκχυτος
ἔκ-χυτος, ausgegossen, ausgebreitet; κόμη, das Laub des Epheu; γέλως, ausgelassenes Lachen; τὸ ἔκχυτον, ein flüssiges Gericht -
113 ἐπίχυτος
ἐπί-χυτος, daraufgegossen; ὁ ἐπίχυτος, sc. πλακοῠς, eine Kuchenart; eine aus Silber oder Blei gegossene Münze -
114 εὐδιάχυτος
εὐ-διά-χυτος, leicht in Fluß zu bringen, aus einander zu gießen; leicht zu verdauen; von der Erde: locker -
115 εὐπερίχυτος
εὐ-περί-χυτος, leicht umherzugießen, sich leicht verbreitend -
116 εὔχυτος
-
117 κηρόχυτος
κηρό-χυτος, aus Wachs gebildet; μείλιγμα, von der mit Wachs verbundenen Syrinx -
118 νεόχυτος
νεό-χυτος, neu ergossen, ausgegossen -
119 νήχυτος
νή-χυτος, reichlich, weit ergossen -
120 ὀρεσίχυτος
См. также в других словарях:
χυτός — poured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… … Dictionary of Greek
χυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χυμένος, ο σκόρπιος, ο άταχτος. 2. στα μέταλλα, αυτός που έλιωσε και χύθηκε σε καλούπια. 3. αυτός που κατασκευάστηκε με το λιώσιμο και χύσιμο μετάλλου: Δεν είναι με το χέρι σκαλισμένο, είναι χυτό. 4. στο ανθρώπινο σώμα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυτά — χυτός poured neut nom/voc/acc pl χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc/acc dual χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτόν — χυτός poured masc acc sg χυτός poured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυταί — χυτός poured fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοῖς — χυτός poured masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοί — χυτός poured masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοῦ — χυτός poured masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτούς — χυτός poured masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτῆς — χυτός poured fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)