-
1 цельнолитой
χυτός εξ ολοκλήρου, ατόφιος (για χυτό).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цельнолитой
-
2 наливной
επ.1. ρευστός, χυτός.2. του νερού του υγρού•-ая мельница υδρόμυλος, νερόμυλος•
-ое колесо υδραυλικός τροχός•
-ое судно δεξαμενόπλοιο πετρελαιοφόρο.
3. Με έκχυση.4. (για καρπούς) ώριμος, γινόμενος• ζουμερός.5. ωραίος, χυτός•-ые ножки χυτά πόδια•
-ые руки χυτά χέρια.
-
3 слиточный
επ.χυτός•-ая медь χυτός χαλκός.
-
4 гребной винт
ο/η έλικας (του πλοίου)запасной - αμοιβός -, εφεδρικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гребной винт
-
5 латунь
ο ορείχαλκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > латунь
-
6 медь
хим. (Си) о χαλκόςбелая - см. нейзильберпрутковая - σε ράβδους/βέργεςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > медь
-
7 сливной
1. (о жидкости) για χύσιμο (των υγρών) 2. (служащий для слива) του οχετούγια αποχέτευση 3 (слившийся в одно целое, сплошной) χυτόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сливной
-
8 литой
лит||о́йприл χυτός:\литойая сталь τό χυτό ἀτσάλι. -
9 прилегать
прилега||тьнесов1. (об одежде) ἐφαρμόζω ἀκριβώς, εἶμαι χυτός·2. (быть смежным) γειτονεύω, γειτνιάζω, συνορεύω. -
10 прилегающий
прилега||ющий1. прич. от прилегать·2. прил (об одеоюде) ἐφαρμοστός, χυτός, κολλητός·3. прил (смежный) γειτονικός, παράπλευρος, συνεχόμενος. -
11 full
[ful] 1. adjective1) (holding or containing as much as possible: My basket is full.) γεμάτος2) (complete: a full year; a full account of what happened.) πλήρης3) ((of clothes) containing a large amount of material: a full skirt.) πλούσιος, `χυτός`2. adverb1) (completely: Fill the petrol tank full.) πλήρως2) (exactly; directly: She hit him full in the face.) ακριβώς,κατευθείαν•- fully- full-length
- full moon
- full-scale
- full stop
- full-time
- fully-fledged
- full of
- in full
- to the full -
12 литой
[λιτόΐ] εκ. χυτός -
13 литой
[λιτόϊ] επ χυτός -
14 литой
επ.χυτός•-ые изделия χυτά αντικείμενα.
-
15 сливной
επ.ανάμικτος, ανακατωμένος, σύμμικτος. || συγκεντρωτικός. || χυτός. -
16 слитковый
επ.χυτός (για μέταλλα). -
17 Fusible
adj.P. τηκτός (Plat.), χυτός (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Fusible
-
18 Quicksilver
subs.P. ἄργυρος χυτός, ὁ ( Aristotle).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quicksilver
-
19 Shed
subs.P. καλύβη, ἡ, κλισίον, τό.——————v. trans.Shed feathers: Ar. and P. πτερορρυεῖν.Shed ( tears): P. and V. ἐκχεῖν (Plat.), V. χεῖν, λείβειν, προιέναι, ἐκβάλλειν, ἐλαύνειν (Eur., Supp. 96), ἀποδιδόναι, ἐξανιέναι, μεθιέναι, P. ἀφιέναι, Ar. and V. βάλλειν.Nor did I shed tears from my eyes: οὔτʼ ἀπʼ ὀμμάτων ἔσταξα πηγάς (Eur., H. F 1354).Shed tears over: V. καταστάζειν δάκρυ (gen.).met., see Lament.Shed blood: V. αἷμα χεῖν, αἷμα ἐκχεῖν, αἷμα πράσσειν.In prose use kill.My mother's blood has been shed by me: V. εἴργασται δʼ ἐμοὶ μητρῷον αἷμα (Eur., Or. 284).——————adj.Of blood: V. χυτός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shed
См. также в других словарях:
χυτός — poured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… … Dictionary of Greek
χυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο χυμένος, ο σκόρπιος, ο άταχτος. 2. στα μέταλλα, αυτός που έλιωσε και χύθηκε σε καλούπια. 3. αυτός που κατασκευάστηκε με το λιώσιμο και χύσιμο μετάλλου: Δεν είναι με το χέρι σκαλισμένο, είναι χυτό. 4. στο ανθρώπινο σώμα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυτά — χυτός poured neut nom/voc/acc pl χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc/acc dual χυτά̱ , χυτός poured fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτόν — χυτός poured masc acc sg χυτός poured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυταί — χυτός poured fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοῖς — χυτός poured masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοί — χυτός poured masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτοῦ — χυτός poured masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτούς — χυτός poured masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυτῆς — χυτός poured fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)