-
1 Όποιος κάηκε στο χυλό, φυσάει και στο γιαούρτι
Όποιος κάηκε στο κουρκούτι ( χυλό), φυσάει και στο γιαούρτι• Обжегшись на молоке, дуют и на водуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος κάηκε στο χυλό, φυσάει και στο γιαούρτι
-
2 χυλοειδης
2имеющий сходство с сокамиἡ γεῦσις χ. ἐστιν Sext. — чувство вкуса сокообразно, т.е. предметом вкусовых ощущений являются соки
-
3 χυλός
ο1) кашица, каша; пюре; 2) физиол, хилус, млеч- ный сок;§ όποιος κάηκε στο χυλό φυσάει και το γιαούρτι — погов, кто обжёгся на каше, дует и на простоквашу; — обжёгшись на молоке, будешь дуть и на воду
-
4 Όποιος κάηκε στο κουρκούτι, φυσάει και στο γιαούρτι
Όποιος κάηκε στο κουρκούτι ( χυλό), φυσάει και στο γιαούρτι• Обжегшись на молоке, дуют и на водуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Όποιος κάηκε στο κουρκούτι, φυσάει και στο γιαούρτι
См. также в других словарях:
χυλώνω — χυλῶ, όω, ΝΜΑ [χυλός] μετατρέπω σε χυλό, πολτοποιώ νεοελλ. (αμτβ.) μετατρέπομαι σε χυλό, πολτοποιούμαι («τα φασόλια χυλώσανε») μσν. 1. αφαιρώ τον χυμό από καρπό ή φυτό («μῆλα χυλώσαντες», Γεωπ.) 2. ραντίζω, διαβρέχω με χυλό … Dictionary of Greek
εκχυλίζω — (AM ἐκχυλίζω) μεταβάλλω σε χυλό, εξάγω χυλό από φυτό ή καρπό με έκθλιψη, απόσταξη ή αφέψηση αρχ. εκμυζώ, απομυζώ … Dictionary of Greek
εύχυλος — εὔχυλος, ον (Α) αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο χυλό, εύγευστος, νόστιμος. επίρρ... εὐχύλως (Α) με άφθονο χυλό, με άφθονο χυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χυλός «χυμός γεύση»] … Dictionary of Greek
προχυλώ — όω, Α μεταβάλλω προηγουμένως σε χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χυλῶ «μεταβάλλω σε χυλό»] … Dictionary of Greek
συγχυλούμαι — όομαι, Α μετατρέπομαι σε χυλό («ὄρνιθος συγχειλωθείσης ζωμός», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χυλοῦμαι «μεταβάλλομαι σε χυλό»] … Dictionary of Greek
συνεγχυλίζω — Μ μεταβάλλω κάτι σε χυλό μαζί με κάτι άλλο ή συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγχυλίζω «μεταβάλλω σε χυλό»] … Dictionary of Greek
χυλοποιώ — χυλοποιῶ, έω, ΝΜΑ, και μτγν. τ. παθ. χιλοποιοῡμαι, έομαι, Α μεταβάλλω σε χυλό κατά την πέψη νεοελλ. πολτοποιώ αρχ. παθ. μετατρέπομαι σε χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + ποιώ*] … Dictionary of Greek
εκχυλίζω — εκχύλισα, εκχυλίστηκα, εκχυλισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάτι σε χυλό. 2. βγάζω χυλό από φυτό, καρπό, κρέας κτλ. με συμπίεση (ζούλισμα) ή ψήσιμο ή απόσταξη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χυλώνω — χύλωσα, χυλωμένος 1. μετατρέπω κάτι σε χυλό. 2. βγάζω το χυμό από κάποιο φυτό, παίρνω το εκχύλισμά του. 3. μεταβάλλομαι σε χυλό: Έχουν χυλώσει οι φακές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αχύλωτος — η, ο (για όσπρια) αυτός που δεν έχει χυλώσει, που δεν έχει μεταβληθεί σε χυλό με το βράσιμο … Dictionary of Greek
γιαούρτι — Τρόφιμο που παρασκευάζεται από το γάλα, με τη βοήθεια γαλακτοβακίλλων που διασπούν το γαλακτοσάκχαρο και έτσι προκαλούν την πήξη τους. Είναι πλούσιο σε θρεπτική αξία αλλά και σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β που σχηματίζονται από τον μεταβολισμό… … Dictionary of Greek