Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

χυλό

См. также в других словарях:

  • χυλώνω — χυλῶ, όω, ΝΜΑ [χυλός] μετατρέπω σε χυλό, πολτοποιώ νεοελλ. (αμτβ.) μετατρέπομαι σε χυλό, πολτοποιούμαι («τα φασόλια χυλώσανε») μσν. 1. αφαιρώ τον χυμό από καρπό ή φυτό («μῆλα χυλώσαντες», Γεωπ.) 2. ραντίζω, διαβρέχω με χυλό …   Dictionary of Greek

  • εκχυλίζω — (AM ἐκχυλίζω) μεταβάλλω σε χυλό, εξάγω χυλό από φυτό ή καρπό με έκθλιψη, απόσταξη ή αφέψηση αρχ. εκμυζώ, απομυζώ …   Dictionary of Greek

  • εύχυλος — εὔχυλος, ον (Α) αυτός που παρέχει καλό, νόστιμο χυλό, εύγευστος, νόστιμος. επίρρ... εὐχύλως (Α) με άφθονο χυλό, με άφθονο χυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χυλός «χυμός γεύση»] …   Dictionary of Greek

  • προχυλώ — όω, Α μεταβάλλω προηγουμένως σε χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χυλῶ «μεταβάλλω σε χυλό»] …   Dictionary of Greek

  • συγχυλούμαι — όομαι, Α μετατρέπομαι σε χυλό («ὄρνιθος συγχειλωθείσης ζωμός», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χυλοῦμαι «μεταβάλλομαι σε χυλό»] …   Dictionary of Greek

  • συνεγχυλίζω — Μ μεταβάλλω κάτι σε χυλό μαζί με κάτι άλλο ή συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγχυλίζω «μεταβάλλω σε χυλό»] …   Dictionary of Greek

  • χυλοποιώ — χυλοποιῶ, έω, ΝΜΑ, και μτγν. τ. παθ. χιλοποιοῡμαι, έομαι, Α μεταβάλλω σε χυλό κατά την πέψη νεοελλ. πολτοποιώ αρχ. παθ. μετατρέπομαι σε χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυλός + ποιώ*] …   Dictionary of Greek

  • εκχυλίζω — εκχύλισα, εκχυλίστηκα, εκχυλισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάτι σε χυλό. 2. βγάζω χυλό από φυτό, καρπό, κρέας κτλ. με συμπίεση (ζούλισμα) ή ψήσιμο ή απόσταξη κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χυλώνω — χύλωσα, χυλωμένος 1. μετατρέπω κάτι σε χυλό. 2. βγάζω το χυμό από κάποιο φυτό, παίρνω το εκχύλισμά του. 3. μεταβάλλομαι σε χυλό: Έχουν χυλώσει οι φακές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αχύλωτος — η, ο (για όσπρια) αυτός που δεν έχει χυλώσει, που δεν έχει μεταβληθεί σε χυλό με το βράσιμο …   Dictionary of Greek

  • γιαούρτι — Τρόφιμο που παρασκευάζεται από το γάλα, με τη βοήθεια γαλακτοβακίλλων που διασπούν το γαλακτοσάκχαρο και έτσι προκαλούν την πήξη τους. Είναι πλούσιο σε θρεπτική αξία αλλά και σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β που σχηματίζονται από τον μεταβολισμό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»