-
41 ἀμφί-χρῡσος
ἀμφί-χρῡσος, rings vergoldet, φάσγανον Eur. Hec. 543.
-
42 ἀμμό-χρῡσος
ἀμμό-χρῡσος, ὁ (Sandgold), ein Edelstein, Plin. 27, 1 l.
-
43 ὁλό-χρῡσος
ὁλό-χρῡσος, ganz golden; Ath. VI, 259 d; Plut. X oratt. g. E.; Luc. Saturn. 8.
-
44 ἄ-χρῡσος
ἄ-χρῡσος, ohne Gold, καὶ ἀνάργυρος Plat. Legg. III. 679 b; dah. arm, Ath. VI, 231 e; ohne Goldschmuck, γυνή Plut. de cup. div. 10.
-
45 ἐπί-χρῡσος
ἐπί-χρῡσος, mit Gold, Goldplatten belegt, stark vergoldet, im Gegensatz des leicht Vergoldens mit Goldschaum, κατάχρυσος, s. Böckh Staatshaush. II, S. 282; κλίνη Her. 9, 80; ἄγαλμα 2, 182; κόσμος Plat. Legg. VII, 800 e, ϑώρακες Xen. Mem. 3, 10, 14; Sp.
-
46 ἐρί-χρῡσος
ἐρί-χρῡσος, goldreich, βασιλεύς, Ep. ad. (IX, 785).
-
47 ὑπό-χρῡσος
ὑπό-χρῡσος, worunter Gold ist, mit Gold vermischt, goldhaltig, Plat. Rep. III, 415 c; – unter Gold sitzend, sehr reich; ἔμπορος Heliod. 2, 8; Luc. Tox. 16.
-
48 ἑλειό-χρῡσος
ἑλειό-χρῡσος, ὁ, = ἑλίχρυσος, Theophr.
-
49 ἑλί-χρῡσος
ἑλί-χρῡσος, ὁ, Goldranke, ein epheuartiges Gewächs, οὗ τὸ ἄνϑος ὅμοιον κρόκῳ καὶ οἷον χρυσοειδές, Schol. Theocr. 1, 30; Ibyc. bei Ath. XV, 681 d; Nic. Th. 625; neutr. bei Diosc.
-
50 ἔγ-χρῡσος
-
51 ἰσό-χρυσος
ἰσό-χρυσος, goldgleich, dem Golde an Werth gleich, mit Gold aufgewogen; κάπρος Archestrat. bei Ath. VII, 305 e; Archipp. Poll. 6, 174.
-
52 ἡμί-χρῡσος
ἡμί-χρῡσος, ὁ, Anaxandr. Poll. 6, 161 u. 9, 59, halbes Goldstück.
-
53 Ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός
• Не все то золото, что блеститИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός
-
54 or
χρυσός -
55 zlato
χρυσός -
56 złoto
χρυσός -
57 Χρυσοί
Χρυσόςgold: masc nom /voc pl -
58 Χρυσούς
Χρυσόςgold: masc acc pl -
59 Χρυσέ
Χρυσόςgold: masc voc sg -
60 Χρυσόν
Χρυσόςgold: masc acc sg
См. также в других словарях:
Χρυσός — gold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από … Dictionary of Greek
χρυσός — ή, ό 1. χρυσαφένιος, μαλαματένιος. 2. για ανθρώπους, αυτός που έχει καλούς τρόπους ή πολλά προτερήματα: Είναι χρυσός άνθρωπος. 3. ωφέλιμος, πολύτιμος, πολύ προσοδοφόρος: Κάνει χρυσές δουλειές. 4. φρ., «Tον έκανα χρυσό», τον παρακάλεσα πολύ. 5. το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσός — χρῡσός , χρυσός gold masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα. — (κ’ἀίδου πύλας). См. Золото не говорит, да много творит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
χρυσός κανόνας — (αγγλικά gold standard, που χρησιμοποιείται ως διεθνής όρος). Νομισματικό σύστημα που στηρίζεται στον χρυσό. Το χρυσό νομισματικό σύστημα δημιουργήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία: από το 1816 το χρυσάφι, που έως τότε, αν και ήταν το κύριο νόμισμα,… … Dictionary of Greek
Χρυσὸς μὲν οιδεν ἐξελείχεσθαι δοκιμάζεσθαι πυρί. — См. Золото огнем искушается, а человек напастьми … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Χρυσὸς δ’ἀνοίγει πάντα κ’ἀίδου πύλας. — См. Золотой молоток и железные двери отпирает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ευελπίδης, Χρυσός — (Κωνσταντινούπολη 1895 – Αθήνα 1971). Γεωπόνος, πολιτικός και λόγιος. Σπούδασε νομικές και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και γεωπόνος μηχανικός στη σχολή Γκρινιόν της Γαλλίας. Αρχικά, εργάστηκε στο υπουργείο Γεωργίας και ειδικότερα… … Dictionary of Greek
Χρυσοῖν — Χρυσός gold masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χρυσοῖο — Χρυσός gold masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)