-
1 χρῦςάμπυξ
χρῦς-άμπυξ, υκος: with frontlet of gold. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χρῦςάμπυξ
-
2 χρῦςάορος
χρῦς-άορος ( ἄορ): with sword of gold, epith. of Apollo, Il. 5.509 and Il. 15.256.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χρῦςάορος
-
3 χρῦςηλάκατος
χρῦς - ηλάκατος ( ἠλακατή): with golden arrow, Artemis, Od. 4.122.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χρῦςηλάκατος
-
4 χρῦςήνιος
χρῦς-ήνιος ( ἡνία): with golden reins or bridle, Il. 6.205 and Od. 8.285.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χρῦςήνιος
-
5 χρυσός
1χρᾰς- N. 7.78
) goldὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτί O. 1.1
ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει O. 2.72
κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος O. 3.42
πολὺν ὗσε χρυσόν O. 7.50
ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν φανείς P. 3.55
πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17
ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας N. 4.82
Μοῖσι τοι κολλᾷ χρᾰσόν (i. e. τὸν ὕμνον) N. 7.78 χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. κτήσασθαι) N. 8.37τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.20
Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν I. 6.40
ἢ χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Θήβα) I. 7.5βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος[ Pae. 14.38
διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ fr. 122. 16. Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1. and so, a golden object, παῖς ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν (cf. χρυσάμπυκα χαλινόν v. 65.) O. 13.78 -
6 χρυσόροφος
χρῡσ-όροφος, ον,A with golden roof or ceiling, Philox.14, Ph.1.666, Luc.Cyn.9; also [suff] χρῡς-ώροφος,σκηνή Plu.2.329d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόροφος
-
7 χρῴζω
χρῴζω, E.Ph. 1625, Alex.141.9, Arist.Mir. 834a8, later [full] χρώννῡμι, [suff] χρυς-ύω (qq.v.): [tense] fut.Aχρώσω Hsch.
: [tense] aor. , Luc. Im.7, etc.: [tense] pf. κέχρωκα ([etym.] ἐπι-) Plu.2.395d:—[voice] Pass., [tense] fut.χρωσθήσομαι Gal.1.278
, 9.394: [tense] aor. , etc.: [tense] pf.κέχρωσμαι Hp.Epid.7.17
, E.Med. 497, etc.: [tense] plpf.ἐκέχρωστο Alciphr. Fr.6.17
:— = χροΐζω, touch the surface of a body, and generally, touch,γόνατα μὴ χρῴζειν ἐμά E.Ph. 1625
.2 tinge, stain,ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ' οὔ Arist.Mete. 371a24
, etc.; τὸ καλὸν χρῶμα δευσοποιῷ χρῴζομεν Alex.l. c.;πόσον αἷμα τὴν γῆν ἔχρωσεν; Lib.Or.42.41
; εὖ χ. gives a good complexion, Orib.Syn.5.23:—[voice] Pass., Arist.Col. 793b23, Mete. 375a6, Zos.Alch.p.171B.;ὑπὸ τοῦ ἡλίου Luc.Anach.25
; κεστρεὺς χρωσθείς browned in frying, Antiph.217.11; l.c.; of the moon,χρωσθεῖσα φύσιν πολυκαμπέα Alex.Eph.
ap. Theo Sm. p.140H.; of the tongue, Gal.9.394; τὰ μέλανα (sc. διαχωρήματα)ὑπὸ μελαίνης χολῆς.. χρῴζεται Id.18(2).142
.3 taint, defile,αἵματι παλάμαν APl.4.138
, cf. Porph.Antr.11:—[voice] Pass., metaph., ; of air, to be infected,μιάσμασιν Hp.Flat.6
.4 metaph. of an author, paint,ἔχρωσα.. κατηφεῖ χρώματι τὰ νάματα Him.Ecl.12.7
. -
8 ῥυσοχίτων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ῥυσοχίτων
-
9 τίμιος
τίμιος, α, ον (τιμή; Hom.+) gener. ‘held in honor’ (Herodas 4, 5 of altars)① pert. to being of exceptional valueⓐ costly, precious Plut., Mor. 486b λίθος Rv 17:4; 18:12a, 16; 21:19; AcPl Ha 1, 11 (cp. Tob 13:17 S; JosAs 2:3; 18:4). Superl. (Jos., Ant. 17, 225 φίλον τιμιώτατον) λίθος τιμιώτατος Rv 21:11. Pl. λίθοι τίμιοι 1 Cor 3:12 (s. λίθος 2b and the lit. s.v. ἀμέθυστος). ξύλον τιμιώτατον Rv 18:12b (on the elative force s. Mussies 71, 128). τίμια ἀρώματα MPol 15:2.ⓑ of great worth/value, precious of the blood of Jesus τίμιον αἷμα 1 Pt 1:19; τίμιον τῷ θεῷ precious to God 1 Cl 7:4. τίμιος καρπὸς τῆς γῆς Js 5:7. τὰ τίμια καὶ μέγιστα ἐπαγγέλματα 2 Pt 1:4. τιμίαν ταύτην νηστείαν AcPl Ha 6, 24. Comp. τιμιώτερος w. gen. (Eur., Alc. 301; Menand., Mon. 482; 552 Meinecke [715; 843 Jaekel]): of a martyr’s bones τιμιώτερα λίθων πολυτελῶν (Pr 3:15; ApcEsdr 6:15 p. 33, 2 Tdf. τὸ τίμιον … αὐτοῦ σῶμα) MPol 18:1. Of the δοκίμιον τῆς πίστεως: πολὺ τιμιώτερον χρυσίου 1 Pt 1:7 v.l. (on τιμιώτερον χρυς. cp. Diog. L. 8, 42; EpArist 82; Philo, Sacr. Abel. 83, Det. Pot. Ins. 20; Theophyl. Sim., Ep. 81; cp. PsSol 17:43 χρυσίον τὸ πρῶτον τίμιον).ⓒ held in honor, respected (τιμή 2c) τίμιος ὁ γάμος Hb 13:4.ⓓ For οὐδενὸς λόγου ποιοῦμαι τὴν ψυχὴν τιμίαν ἐμαυτῷ Ac 20:24 cp. λόγος 1aα, end.② pert. to high status that merits esteem, held in honor/ high regard, respected (oft. in the salutations of papyrus letters; cp. the greeting τιμιώτατε πάτερ TestAbr A 2 p. 78, 21 [Stone p. 4]; τ. Ἀβραάμ 7 p. 84, 24 [St. p. 16] and τίμιε Ἀβραάμ 16 p. 97, 21 [St. p. 42]) τινί by someone (Jos., Bell. 5, 527 τῷ δήμῳ τίμιος, Ant. 1, 273) Ac 5:34; 17:34 v.l.—DELG s.v. τιμή. M-M.
См. также в других словарях:
Chrysanthemum — «Crisantemo» redirige aquí. Para otras acepciones, véase Crisantemo (desambiguación). Crisantemo … Wikipedia Español