-
1 χρῡσ-ώπης
-
2 χρῡσωπός,
-
3 χρῡσώπης
См. также в других словарях:
χρυσώπης — ὁ, Α χρυσωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ώπης (< θ. οπ τού όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ώπης] … Dictionary of Greek
1 χρῡσ-ώπης
2 χρῡσωπός,
3 χρῡσώπης
χρυσώπης — ὁ, Α χρυσωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ώπης (< θ. οπ τού όπωπα), πρβλ. βλοσυρ ώπης] … Dictionary of Greek