-
1 χρῡσ-εψητής
χρῡσ-εψητής, ὁ, Goldsieder, Goldschmelzer, auricoctor, Gloss. Philox.
-
2 χρυσεψητής
A goldmelter, Lat. auricoctor, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεψητής
-
3 χρῡσεψητής
χρῡσ-εψητής, ὁ, Goldsieder, Goldschmelzer, auricoctor
См. также в других словарях:
χρυσοεψητείον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ἔνθα χωνεύουσι καὶ ἕψουσι τὸν χρυσόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἑψητής «χύτης» (< ἕψω) + κατάλ. εῖον (πρβλ. μεταλλ εῖον)] … Dictionary of Greek