-
1 χρῡσ-επ-ώνυμος
χρῡσ-επ-ώνυμος, nach dem Golde zubenannt, Sp.
-
2 χρῡσεπώνυμος
-
3 χρυσωνυμος
См. также в других словарях:
χρυσώνυμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει χρυσό όνομα, που έλαβε το όνομά του από τον χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα), πρβλ. πατρ ώνυμος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek