-
1 χρυσήρης
χρῡσ-ήρης, ες,A furnished or decked with gold, golden, (lyr.); Ἄρκτος στρέφουσ' οὐραῖα χρυσήρη πόλῳ ib. 1154;ναῶν θριγκοί Id.IT 129
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσήρης
См. также в других словарях:
χαλκήρης — ῆρες, και ποιητ. τ. χαλκοάρης και χαλκοάρας, ες, Α 1. επενδεδυμένος με χαλκό («χαλκήρεα τεύχεα», Ομ. Ιλ.) 2. (για πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. ήρης* (Ι), πρβλ. χρυσ ήρης] … Dictionary of Greek
χρυσήρης — ήρες, Α χρυσοστόλιστος («εἰς χρυσήρεις οἴκους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ήρης* (Ι), πρβλ. ξιφ ήρης] … Dictionary of Greek