-
1 χρυσένδετος
χρῡσ-ένδετος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσένδετος
-
2 χρυσενδετος
См. также в других словарях:
νευρένδετος — νευρένδετος, ον (Α) δεμένος ή τεταμένος με νευρά, με χορδή, ή αυτός που φέρει τεταμένες χορδές («κιθάρη νευρένδετος», Μανέθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + ἔνδετος (< ἐνδέω [Ι] «δένω, συνδέω»), πρβλ. αργυρ ένδετος, χρυσ ένδετος] … Dictionary of Greek
χρυσένδετος — ον, Α 1. δεμένος με χρυσό («ἐδωρεῑτο χρυσένδετον σμάραγδον», Πλούτ.) 2. διακοσμημένος με χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἐνδετός «δεμένος»] … Dictionary of Greek