Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρῡσώροφος

См. также в других словарях:

  • χρυσώροφος — ον, Α βλ. χρυσόροφος …   Dictionary of Greek

  • χρυσόροφος — και χρυσώροφος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὄροφος (πρβλ. οὐραν όροφος). Η δ. γρφ. χρυσώροφος με ω οφείλεται σε μετρικούς λόγους (πρβλ. πετρ ώροφος)] …   Dictionary of Greek

  • ευόροφος — εὐόροφος, ον (Α) αυτός που έχει καλή οροφή, που στεγάζεται καλά («εὐορόφους θαλάμους» Σχόλ. Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Χαλαρό σύνθετο < ευ + οροφος < όροφος (πρβλ. αν όροφος, τετρ όροφος). Τά σύνθετα τού οροφος γράφονται κανονικώς με ω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»