-
1 χρυσορραπις
См. также в других словарях:
ραπίς — η / ῥαπίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. βοτ. φοινικοειδές φυτό τής Άπω Ανατολής 2. ανατ. νηματοειδές τμήμα τού πυρήνα τών κυττάρων μσν. αρχ. ράβδος, ραβδί αρχ. 1. είδος υποδήματος, κρηπίς* 2. δωρ. τ. τού ῥαφίς* 3. γογγυλίς, *είδος λάχανου, δανκί. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek