-
1 χρῡσό-στομος
χρῡσό-στομος, mit goldenem Munde, aus dessen Munde goldene Reden kommen, dah. später Beiwort großer Redner, z.B. des Dio.
-
2 χρυσόστομος
χρῡσό-στομος, ον,A of golden mouth, i.e. dropping words of gold, epith. of orators, as Dio Chrysostom, Men.Rh.p.390S., cf. Suid. s.v. Ιωάννης Ἀντιοχεύς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόστομος
-
3 χρῡσόστομος
χρῡσό-στομος, mit goldenem Munde, aus dessen Munde goldene Reden kommen, dah. später Beiwort großer Redner -
4 Χρυσόστομος
Χρυσόστομος οЗлатоуст –1) прозвище святителя Иоанна, Константинопольского патриарха, отца Церкви;2) имя некоторых архиепископов, епископов, митрополитов Православной Церкви;3) мужское имяЭтим.< χρυσο- + στομος < στόμα — золото + уста (рот), (о человеке, из уст которого выходят прекрасные «золотые» слова)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Χρυσόστομος
См. также в других словарях:
κοιλόστομος — κοιλόστομος, ον (Α) 1. αυτός που έχει υπόκωφη, βαθιά φωνή 2. (μτφ. για διφαλαγγία) αυτή που έχει τους διοικητές κάθε φάλαγγας διατεταγμένους προς το ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στομος (< στόμα), πρβλ. μικρό στομος, χρυσό στομος] … Dictionary of Greek
κοπρόστομος — η, ο (Μ κοπρόστομος, ον) βωμολόχος, βρομόστομος, αισχρολόγος, κοπρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + στομος (< στόμα), πρβλ. βρομό στομος, χρυσό στομος] … Dictionary of Greek
σιδηρόστομος — ον, Μ (για άλογο) αυτός που έχει σιδερένιο, δηλαδή σκληρό στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + στομος (< στόμα), πρβλ. χρυσό στομος] … Dictionary of Greek
χρυσόστομος — I Όνομα κορυφαίων Ελλήνων ιερωμένων. 1. X. B’ Χατζησταύρου (1878 – 1968). Θεολόγος και παιδαγωγός, αρχιεπίσκοπος της Αθήνας και της Ελλάδας (1962 68). Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και παιδαγωγική… … Dictionary of Greek