Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρῡσό-στομος

См. также в других словарях:

  • κοιλόστομος — κοιλόστομος, ον (Α) 1. αυτός που έχει υπόκωφη, βαθιά φωνή 2. (μτφ. για διφαλαγγία) αυτή που έχει τους διοικητές κάθε φάλαγγας διατεταγμένους προς το ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + στομος (< στόμα), πρβλ. μικρό στομος, χρυσό στομος] …   Dictionary of Greek

  • κοπρόστομος — η, ο (Μ κοπρόστομος, ον) βωμολόχος, βρομόστομος, αισχρολόγος, κοπρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + στομος (< στόμα), πρβλ. βρομό στομος, χρυσό στομος] …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόστομος — ον, Μ (για άλογο) αυτός που έχει σιδερένιο, δηλαδή σκληρό στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + στομος (< στόμα), πρβλ. χρυσό στομος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόστομος — I Όνομα κορυφαίων Ελλήνων ιερωμένων. 1. X. B’ Χατζησταύρου (1878 – 1968). Θεολόγος και παιδαγωγός, αρχιεπίσκοπος της Αθήνας και της Ελλάδας (1962 68). Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και παιδαγωγική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»