-
1 χρυσόδετος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόδετος
См. также в других словарях:
κηρόδετος — η, ο (Α κηρόδετος, ον) αυτός που συγκρατείται με κερί, ο συναρμοσμένος ή συγκολλημένος με κερί αρχ. φρ. «κηρόδετον πνεῡμα» το φύσημα τού αυλού ο οποίος είχε συναρμοστεί με κερί (Θεόκρ.). επίρρ... κηρόδετα με κηρόδετο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός +… … Dictionary of Greek
ιόδετος — ἰόδετος, ον (Α) δεμένος ή πλεγμένος με ία («ἰοδέτων στεφάνων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. σκυρό δετος, χρυσό δετος] … Dictionary of Greek
κερόδετος — κερόδετος, ον (Α) ο συνδεδεμένος, δηλ. κατασκευασμένος, από κέρατο («κερόδετα τόξα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + δετός (< δέω [ΙΙ] «δένω»), πρβλ. κηρό δετος, χρυσό δετος] … Dictionary of Greek
κισσόδετος — κισσόδετος, ον (Α) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. γομφό δετος, χρυσό δετος] … Dictionary of Greek
πανόδετος — η, ο (για βιβλίο) δεμένος με εξώφυλλο επικαλυμμένο με ειδικό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανί + δετος (< δένω), πρβλ. χρυσό δετος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
πλαγιόδετος — η, ο, Ν ναυτ. (για πλοίο) δεμένος πλαγίως, πλαγιοδετημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + δετος (< δένω), πρβλ. χρυσό δετος] … Dictionary of Greek
χρυσόδετος — η, ο / χρυσόδετος, ον, ΝΜΑ 1. δεμένος με χρυσό 2. στολισμένος με χρυσό νεοελλ. (ειδικά) 1. (για βιβλίο) αυτός που έχει στο εξώφυλλό του χρυσά γράμματα ή σχέδια 2. (για πολύτιμους λίθους) προσαρμοσμένος σε χρυσό ή με χρυσό («χρυσόδετο διαμάντι»).… … Dictionary of Greek