-
1 χρῡσό-γειος
χρῡσό-γειος, und χρῡσό-γεως, ων, mit, von goldenem Erdreich, Golderde habend, Suid. u. a. Sp.
-
2 χρῡσόγαιος
χρῡσό-γαιος, χρῡσό-γειος, u. χρῡσό-γεως, ων, mit, von goldenem Erdreich, Golderde habend -
3 χρῡσόγειος,
χρῡσό-γαιος, χρῡσό-γειος, u. χρῡσό-γεως, ων, mit, von goldenem Erdreich, Golderde habend -
4 χρῡσόγεως
χρῡσό-γαιος, χρῡσό-γειος, u. χρῡσό-γεως, ων, mit, von goldenem Erdreich, Golderde habend
См. также в других словарях:
χρυσόγειος — ον, και χρυσόγεως, ων, Α αυτός τού οποίου το έδαφος περιέχει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γειος / γεως (< γῆ*), πρβλ. λεπτό γειος / λεπτό γεως] … Dictionary of Greek