-
1 χρυσόκερως
1 with golden, gilded hornsχρυσόκερων ἔλαφον θήλειαν O. 3.29
κατὰ χρυσόκερω λιβανωτοῦ (sc. εὔχεσθαι: cf. Porphyr., de abstinentia, 2. 15, τοῦ Θετταλοῦ ἐκείνου λτ;τοῦγτ; τοὺς χρυσόκερως βοῦς καὶ τὰς ἑκατόμβας τῷ Πυθίῳ προσάγοντος Σ, Aristid., 2. 91K, ὁ Πίνδαρος διασύρων τινὰ πλούσιον ὡς ἄγαν τρυφῶντα) fr. 329. -
2 χρυσόκερως
χρῡσόκερως, ωτος, ὁ, ἡ, and [suff] χρῡσό-ρως, ων, gen. -ω (also [dialect] Dor. acc. in SIG398.24 (Cos, iii B. C.)):—A with horns of gold,ἔλαφος Pi.O.3.29
, E.Hel. 382 (lyr., Elmsl. χρυσοκέρατα); as epith. of Pan, Cratin.321 (lyr.); of the moon, AP5.15 (Marc.Arg.).II with gilded horns, like a victim ready to be sacrificed,τρίττοιαν βόαρχον -κερων IG12.76.37
, cf. Aeschin.3.164, Pl.Alc.2.149c, SIG l.c., Porph.Abst.2.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόκερως
-
3 χρυσόκερως
χρῡσόκερω̆ς, χρυσόκερωςwith horns of gold: adverbialχρῡσόκερω̆ς, χρυσόκερωςwith horns of gold: masc /fem nom plχρῡσόκερω̆ς, χρυσόκερωςwith horns of gold: masc /fem nom /voc sg -
4 χρυσοκέρως
χρῡσοκέρως, χρυσόκερωςwith horns of gold: masc /fem nom sg -
5 χρυσόκερω
χρῡσόκερω̆, χρυσόκερωςwith horns of gold: masc /fem /neut nom /voc /acc dualχρῡσόκερω̆, χρυσόκερωςwith horns of gold: masc /fem /neut gen sg——————χρῡσόκερῳ̆, χρυσόκερωςwith horns of gold: masc /fem /neut dat sg -
6 χρυσόκερων
χρῡσόκερω̆ν, χρυσόκερωςwith horns of gold: masc /fem /neut gen plχρῡσόκερω̆ν, χρυσόκερωςwith horns of gold: masc /fem acc sgχρῡσόκερω̆ν, χρυσόκερωςwith horns of gold: neut nom /voc /acc sg -
7 τριττύα
A = τριττύς 11, Epich.187 (acc. to Eust., but he prob. wrote τρίκτοια like Sophr. infr.), Ister 34; acc. pl.τριττύας χρυσόκερως Porph.Abst.2.60
; also [full] τρικτεύα or [full] τρίκτευα, IG22.1126.34 (Amphict. Delph., iv B. C.); [full] τρίττοια βόαρχος χρυσόκερως ib.12.76.37, 845.6, cf. Theognost.Can.103; [full] τρίττοα, IG12.5.5 (Eleusis, v B. C.); τρικτοι (sic cod. A Ath.)ἀλεξιφαρμάκων Sophr.3
(perh. τρίκτοι' ἀλ. rather than τρικτὺς ἀλ. as Schweigh., Kaibel): Hsch. also cites [full] τρίκτειρα ( = θυσία Ἐνυαλίῳ, θύεται δὲ πάντα τρία καὶ ἔνορχα).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριττύα
-
8 χρυσοκέρω
-
9 χρυσοκέρῳ
-
10 χρυσοκέρωτα
χρῡσοκέρωτα, χρυσόκερωςwith horns of gold: masc /fem acc sg -
11 χρυσοκέρωτας
χρῡσοκέρωτας, χρυσόκερωςwith horns of gold: masc /fem acc pl
См. также в других словарях:
χρυσόκερως — χρῡσόκερω̆ς , χρυσόκερως with horns of gold adverbial χρῡσόκερω̆ς , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem nom pl χρῡσόκερω̆ς , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόκερως — ων, Α 1. (ως προσωνυμία τού Πανός και τής Σελήνης) αυτός που έχει χρυσά κέρατα 2. αυτός που έχει επιχρυσωμένα κέρατα («ταύρους χρυσόκερως παρασκευασάμενος καὶ θυμιαμάτων... πλῆθος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… … Dictionary of Greek
χρυσοκέρως — χρῡσοκέρως , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόκερων — χρῡσόκερω̆ν , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut gen pl χρῡσόκερω̆ν , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem acc sg χρῡσόκερω̆ν , χρυσόκερως with horns of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόκερω — χρῡσόκερω̆ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut nom/voc/acc dual χρῡσόκερω̆ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσοκέρωτα — χρῡσοκέρωτα , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκέρωτας — χρῡσοκέρωτας , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκέρῳ — χρῡσοκέρῳ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόκερῳ — χρῡσόκερῳ̆ , χρυσόκερως with horns of gold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)