Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χρῡσόκαρπος

См. также в других словарях:

  • χρυσόκαρπος — και χρυσεόκαρπος, ον, Α 1. αυτός που φέρει χρυσούς καρπούς 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσόκαρπος ο κισσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + καρπoς (< καρπός), πρβλ. ἀγλαό καρπος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόκαρπος — χρῡσόκαρπος , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • χρυσεόκαρπος — ον, Α βλ. χρυσόκαρπος …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκάρποισι — χρῡσοκάρποισι , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκάρποισιν — χρῡσοκάρποισιν , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»