-
1 χρυσόκαρπος
1 with golden fruit καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοις> (supp. Wil.: χρυσέοις καρποῖς Boeckh: of the country of the blessed dead) Θρ. 7. 5. -
2 χρυσόκαρπος
χρῡσόκαρπος, χρυσόκαρποςwith golden fruit: masc /fem nom sg -
3 χρυσόκαρπος
χρῡσό-καρπος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόκαρπος
-
4 χρυσοκάρποισι
χρῡσοκάρποισι, χρυσόκαρποςwith golden fruit: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
5 χρυσοκάρποισιν
χρῡσοκάρποισιν, χρυσόκαρποςwith golden fruit: masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
6 ποιητικός
A capable of making, creative, productive, opp. πρακτικός (active, Arist.EN 1140a4), τινος Id.Top. 137a4, Pl.Def. 411d;ἡδονῶν Epicur.Sent.8
: abs., αἱ π. ἐπιστῆμαι, = αἱ τέχναι, the Productive Arts, Arist.MM 1216b17, cf. Pol. 1254a2, D.L.3.84;πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ π. ἐπιστῆμαι Arist.Metaph. 1046b3
; creativity,Pl.
Sph. 265b;τὰ π.
efficient causes,Plot.
6.3.18,28. Adv. - κῶς (sc. τῆς ὑγιείας) so as to produce.., Arist.Top. 106b36, cf. Procl.in Alc.p.52C.2 of persons, inventive, ingenious, Alex. 234.5.II poetical,λέξις Isoc.15.47
, cf. Phld.Po.2.40 (both [comp] Comp.); of persons, Pl.R. 393d; Ὅμηρον -ώτατον εἶναι ib. 607a;π. καὶ μουσικοί Id.Lg. 802b
, cf. 700d, etc.; οἱ π. poets, ib. 656c;ἡ π. τύρβη Epicur.Fr. 228
; but ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of poetry, Pl.Grg. 502c, Arist.Po. 1447 a8, etc.; π. ἄδεια, ἐξουσία, poetic licence, A.D.Pron.38.3,al., Jul.Or. 1.10b. Adv. ; by poetic licence, Str.9.2.14.III ποιητική, ἡ, = κισσὸς χρυσόκαρπος, poet's ivy, Hedera Helix var. poetica, Ps.-Dsc.2.179.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιητικός
См. также в других словарях:
χρυσόκαρπος — και χρυσεόκαρπος, ον, Α 1. αυτός που φέρει χρυσούς καρπούς 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσόκαρπος ο κισσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + καρπoς (< καρπός), πρβλ. ἀγλαό καρπος] … Dictionary of Greek
χρυσόκαρπος — χρῡσόκαρπος , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… … Dictionary of Greek
χρυσεόκαρπος — ον, Α βλ. χρυσόκαρπος … Dictionary of Greek
χρυσοκάρποισι — χρῡσοκάρποισι , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκάρποισιν — χρῡσοκάρποισιν , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)