Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

χρῡσο-φάλᾰρος

См. также в других словарях:

  • χαλκοφάλαρος — ον, Α διακοσμημένος με χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + φάλαρος (< φάλαρα «κοσμήματα τής περικεφαλαίας»), πρβλ. ἀργυρο φάλαρος, χρυσο φάλαρος] …   Dictionary of Greek

  • ολοφάλαρος — ὁλοφάλαρος, ον (Μ) (για ίππο) στολισμένος με φάλαρα, δηλ. με κοσμήματα ή κρίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φάλαρα «κοσμήματα, κρίκοι» (πρβλ. χρυσο φάλαρος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»