-
1 χρυσοφαλαρος
См. также в других словарях:
χαλκοφάλαρος — ον, Α διακοσμημένος με χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + φάλαρος (< φάλαρα «κοσμήματα τής περικεφαλαίας»), πρβλ. ἀργυρο φάλαρος, χρυσο φάλαρος] … Dictionary of Greek
ολοφάλαρος — ὁλοφάλαρος, ον (Μ) (για ίππο) στολισμένος με φάλαρα, δηλ. με κοσμήματα ή κρίκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φάλαρα «κοσμήματα, κρίκοι» (πρβλ. χρυσο φάλαρος)] … Dictionary of Greek