-
1 χρῡσο-φανής
χρῡσο-φανής, ές, golden scheinend, mit goldenem Scheine, Sp.
-
2 χρῡσοφανής
χρῡσο-φανής, ές, golden scheinend, mit goldenem Scheine
См. также в других словарях:
καλλιφανής — καλλιφανής, ές (Μ) αυτός που φέγγει καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + φανής (< φαίνω), πρβλ. λαμπρο φανής, χρυσο φανής] … Dictionary of Greek
φωτοφανής — ές, ΝΜΑ πολύ λαμπρός. επίρρ... φωτοφανῶς Μ με λαμπρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + φανής (< φαίνω, ομαι), πρβλ. ἀστρο φανής, χρυσο φανής] … Dictionary of Greek
χαλκοφανής — ές, ΜΑ χαλκοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. κρυσταλλο φανής, χρυσο φανής] … Dictionary of Greek
ξανθοφανής — ξανθοφανής, ές (Α) 1. αυτός που φαίνεται ξανθός 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ξανθοφανής το ποώδες φυτό σιδηρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + φανής (< φαίνω / φαίνομαι), πρβλ. χρυσο φανής] … Dictionary of Greek