-
1 χρυσοφάσγανος
χρῡσο-φάσγᾰνος, ον,A with sword of gold, Sch.D Il.5.509.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοφάσγανος
См. также в других словарях:
χρυσοφάσγανος — ον, Α αυτός που κρατάει χρυσό σπαθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + φάσγανος (< φάσγανον «μαχαίρι, σπαθί, ξίφος»)] … Dictionary of Greek