-
1 χρῡσο-λύρης
χρῡσο-λύρης, ὁ, dor. χρῡσολύρᾱς, mit goldener Leier; Beiwort des Apoll, Ar. Thesm. 315; auch des Orpheus, Arist. 3 ( App. 9 ep. 46), wie Ep. ad. 483 (VII, 617).
-
2 χρυσολύρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσολύρης
-
3 χρῡσολύρης
χρῡσο-λύρης, ὁ, mit goldener Leier; Beiwort des Apoll, des Orpheus -
4 χρυσολυρης
(Ἀπόλλων Arph.; Ὀρφεύς Anth.)
См. также в других словарях:
κρουσιλύρης — κρουσιλύρης, ὁ (Α) αυτός που παίζει λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. κρούσις) + λυρης (< λύρα), πρβλ. ηδυ λύρης, χρυσο λύρης. Η λ. είναι σύνθ. τού τύπου τερ ψίμβροτος*] … Dictionary of Greek