-
1 χρῡσο-κόμη
χρῡσο-κόμη, ἡ, Goldhaar, Pflanze, Diosc., Plin.
-
2 χρῡσοκόμη
χρῡσο-κόμη, ἡ, Goldhaar, Pflanze -
3 χρυσοκομη
ἥ бот. хрисокома, «златовлас» (Chrysocoma linosyris, из семейства сложноцветных) Arst. -
4 χρυσοειδής
χρῡσο-ειδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσοειδής
-
5 χρυσοειδης
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
ιππόκομος — ἱππόκομος, ον (Α) (για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek
καλλίκομος — η, ο (Α καλλίκομος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για φυτά) αυτός που έχει ωραίο και πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κομος (< κόμη), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό… … Dictionary of Greek
πυριέθειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για την αστραπή) αυτή που μοιάζει να έχει πύρινη κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + ἔθειρα «κόμη» (πρβλ. δενδρο έθειρα, χρυσο έθειρα)] … Dictionary of Greek
στεφάνι — Ο στέφανος των αρχαίων Ελλήνων. Το σ. χρησίμευε για στόλισμα του κεφαλιού σε όλους τους αρχαίους ανατολικούς λαούς. Οι Έλληνες άρχισαν να το χρησιμοποιούν στους μεταομηρικούς χρόνους, και συνδεόταν αρχικά με τη θεία λατρεία. Τα σ. τα κατασκεύαζαν … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
κισσοκόμης — κισσοκόμης, ὁ (Α) στεφανωμένος με κισσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + κόμης (< κόμη), πρβλ. δαφνο κόμης, χρυσο κόμης] … Dictionary of Greek
κρηδεμνόκομος — κρηδεμνόκομος, ον (Α) αυτός που φορά κρήδεμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήδεμνον + κομος (< κόμη), πρβλ. δαφνό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek