-
1 χρῡσο-κρόταλος
χρῡσο-κρόταλος, mit einer goldenen Klapper, übh. von Gold klappernd, klirrend, σπατάλη σειομένη Maced. 5 (V, 271).
-
2 χρῡσοκρόταλος
χρῡσο-κρόταλος, mit einer goldenen Klapper, übh. von Gold klappernd, klirrend
См. также в других словарях:
πολυκρόταλος — ον, Α αυτός που κροταλίζει πολύ, δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κρόταλον (< κροτῶ), πρβλ. χρυσο κρόταλος] … Dictionary of Greek