-
1 χρῡσο-ειδής
χρῡσο-ειδής, ές, goldartig, goldähnlich; γῆ Plat. Phaed. 110 e; χρῶμα Xen. Cyr. 7, 1,1; Sp.
-
2 χρῡσοειδής
χρῡσο-ειδής, ές, goldartig, goldähnlich
См. также в других словарях:
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χρυσοειδής — ές, ΝΜΑ, και χρυσειδής Α όμοιος με χρυσό αρχ. το ουδ. ως ουσ. το χρυσοειδές χρώμα που χρυσίζει («τὸ χρυσοειδὲς γίνεται, ὅταν τὸ ξανθὸν καὶ τὸ ἡλιῶδες πυκνωθὲν ἰσχυρῶς στίλβῃ», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ειδής*] … Dictionary of Greek