Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χρῡσο-γνώμων

См. также в других словарях:

  • χρυσογνώμων — ον, Α αυτός που δοκιμάζει τον χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ὑδρο γνώμων] …   Dictionary of Greek

  • κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»