-
1 χρῡσο-γνώμων
χρῡσο-γνώμων, ονος, Gold prüfend, Tzetz. Schol. Hes. praef.
-
2 χρῡσογνώμων
χρῡσο-γνώμων, ονος, Gold prüfend
См. также в других словарях:
χρυσογνώμων — ον, Α αυτός που δοκιμάζει τον χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γνώμων (< γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. ὑδρο γνώμων] … Dictionary of Greek
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek