Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρῡσικός

См. также в других словарях:

  • χρυσικός — ο / χρυσικός, ή, όν, ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] νεοελλ. χρυσοχόος («στ αργαστήρι δουλεύω, χρυσικός», Παλαμ.) μσν. 1. αυτός που πληρώνεται σε χρυσό, σε χρυσά νομίσματα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χρυσικά πληρωμή τοις μετρητοίς αρχ. κατασκευασμένος… …   Dictionary of Greek

  • χρυσικός — ο βλ. χρυσοχόος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσικά — χρυσικός made in cash neut nom/voc/acc pl χρυσικά̱ , χρυσικός made in cash fem nom/voc/acc dual χρυσικά̱ , χρυσικός made in cash fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσικοῖς — χρυσικός made in cash masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσικῆς — χρυσικός made in cash fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολεμώ — (I) πολεμῶ, έω, ΝΜΑ, πολεμάω, Ν [πόλεμος] 1. κάνω πόλεμο, παίρνω μέρος σε πόλεμο («ἀναπειθομένους τε πολεμεῖν καὶ ἐν ἔργῳ πράσσοντας», Θουκ.) 2. βρίσκομαι σε εμπόλεμη κατάσταση («οι Έλληνες πολέμησαν πολλά χρόνια για να ανακτήσουν την ελευθερία… …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek

  • Λυκουδέσι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 37 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 50 χλμ. ΒΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τριπύλας. Μέχρι το 1981 ονομαζόταν Χρυσικός …   Dictionary of Greek

  • Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ …   Dictionary of Greek

  • Τζημούρης, Αθανάσιος — (Καλαρρύτες; – Ζάκυνθος 1823). Ηπειρώτης χρυσικός. Τα χρόνια της ακμής του συμπίπτουν με τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου και τις πρώτες του 19ου αι. Το 1821, όταν καταστράφηκε το χωριό του, οι Καλαρρύτες, κατά τις συγκρούσεις των αυτοκρατορικών …   Dictionary of Greek

  • χρυσοχόος — χρυσοχόος, ο και χρυσικός, ο ο ειδικός τεχνίτης για την κατεργασία του χρυσού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»