-
1 χρῡσεό-νωτος
χρῡσεό-νωτος, = χρυσόνωτος, ἀσπίς Eur. frg. Antig. 19.
См. также в других словарях:
χρυσόνωτος — και χρυσεόνωτος, ον, Α αυτός που έχει χρυσά νώτα ή χρυσή επιφάνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + νωτος (< νῶτον «πλάτη»), πρβλ. εὐρύ νωτος] … Dictionary of Greek