-
1 χρώννυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρώννυμι
-
2 χρώννυμι
χρώννῡμι, χρώζωpres ind act 1st sg -
3 καταχρώννυμι
A colour, -χρῶσαι τὴν κόμην Poll.2.35
, cf. Alex.Aphr. in SE9.3:—[voice] Pass., metaph.,κατὰ δὲ κηλῖδα.. κέχρωσαι E.Hec. 911
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχρώννυμι
-
4 παραχρώννυμι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραχρώννυμι
-
5 παρεγχρώννυμι
A touch slightly, allude to, Ath.5.215e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεγχρώννυμι
-
6 συναναχρώννυμι
A impart by mixture or contact: metaph., impart, τῆς ἀπ' αὐτῶν ὀσμῆς Gp. l.c.:— [voice] Pass., : metaph., to be imbued and infected,βαρβάροις καὶ μοχθηροῖς Plu.2.4a
; τοῖς ἀνθρωπίνοις ἤθεσιν ib.975f:—[voice] Med., - χρωννύμενοι τοῖς πολίταις infecting the citizens, Id. Agis 10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναναχρώννυμι
-
7 χρῴζω
χρῴζω, E.Ph. 1625, Alex.141.9, Arist.Mir. 834a8, later [full] χρώννῡμι, [suff] χρυς-ύω (qq.v.): [tense] fut.Aχρώσω Hsch.
: [tense] aor. , Luc. Im.7, etc.: [tense] pf. κέχρωκα ([etym.] ἐπι-) Plu.2.395d:—[voice] Pass., [tense] fut.χρωσθήσομαι Gal.1.278
, 9.394: [tense] aor. , etc.: [tense] pf.κέχρωσμαι Hp.Epid.7.17
, E.Med. 497, etc.: [tense] plpf.ἐκέχρωστο Alciphr. Fr.6.17
:— = χροΐζω, touch the surface of a body, and generally, touch,γόνατα μὴ χρῴζειν ἐμά E.Ph. 1625
.2 tinge, stain,ἔχρωσε μέν, ἔκαυσε δ' οὔ Arist.Mete. 371a24
, etc.; τὸ καλὸν χρῶμα δευσοποιῷ χρῴζομεν Alex.l. c.;πόσον αἷμα τὴν γῆν ἔχρωσεν; Lib.Or.42.41
; εὖ χ. gives a good complexion, Orib.Syn.5.23:—[voice] Pass., Arist.Col. 793b23, Mete. 375a6, Zos.Alch.p.171B.;ὑπὸ τοῦ ἡλίου Luc.Anach.25
; κεστρεὺς χρωσθείς browned in frying, Antiph.217.11; l.c.; of the moon,χρωσθεῖσα φύσιν πολυκαμπέα Alex.Eph.
ap. Theo Sm. p.140H.; of the tongue, Gal.9.394; τὰ μέλανα (sc. διαχωρήματα)ὑπὸ μελαίνης χολῆς.. χρῴζεται Id.18(2).142
.3 taint, defile,αἵματι παλάμαν APl.4.138
, cf. Porph.Antr.11:—[voice] Pass., metaph., ; of air, to be infected,μιάσμασιν Hp.Flat.6
.4 metaph. of an author, paint,ἔχρωσα.. κατηφεῖ χρώματι τὰ νάματα Him.Ecl.12.7
. -
8 χρῶμα
II colour, esp. of the skin or body, complexion, Hdt.2.32, 3.101, Hp. Aph.4.40, etc.;χρῶμα ἀλλάξαι E.Ph. 1246
, cf. Men.Epit. 466;μεθιστάναι τοῦ χρώματος Ar.Eq. 399
(lyr.);τὸ χ. διακεκναις μένος Id.Nu. 120
; παντοδαπὰ ἠφίει χρώματα changed colour continually, Pl.Ly. 222b; χ. διαμένον an unchanging colour (of the face), Nicol.Com.1.28; so of animals, x.Cyn.4.7.2 generally, colour, Gorg. ap. S.E.M. 7.85; defined by Zeno Stoic.1.26; χρώματα βάπτειν use pigments for dyeing, Pl.R. 429e; ἐκ τῶν χρωμάτων καὶ σχημάτων θεωρεῖν, i.e. look to the outside only, ib. 601a;διὰ τῶν χ. ἀπεικάζειν X.Mem.3.10.1
;χρώμασι καὶ σχήμασι μιμεῖσθαι Arist.Po. 1447a18
; περὶ χρωμάτων, title of treatise by Arist.;ἐναλείφειν τοῖς χ. Id.GA 743b24
;χρωμάτων κρᾶσις Luc.Zeux.5
; χρώματος ἔντριψις, of cosmetics, X. Cyr.1.3.2; ; of medicines, .IV complexion, character of style in writing, χρώματα [λέξεως] (of τὸ στριφνόν, τὸ τυκνόν, etc.) D.H.Amm.2.2;ποιητικῆς χρώματα Phld.Mus.p.84K.
, cf. Hermog.Id.1.12.2 metaph. in pl., ornaments, embellishments,ἀλλοτρίοις χ. καὶ κόσμοις Pl.Phdr. 239d
, cf. Grg. 465b; also of style or language, D.H.Comp. 20; of Music,γυμνωθέντα.. τῶν τῆς μουσικῆς χρωμάτων τὰ τῶν τοιητῶν Pl.R. 601b
.3 in Music, a modification of the simplest music:τὰ μέλη μεταβολαῖς καὶ χρώμασιν ὡς εὖ κέκραται Antiph.209.4
;χρώματα εὔχροα ἐκιθάρισε Philoch.66
:but esp.b chromatic scale or music, in PHib.1.13.22, cf. Cleonid.Harm.3, Bacch.Harm.23, etc.: χ.μαλακόν, ἡμιόλιον, τονιαῖον, Cleonid.Harm.7.4 Rhet., complexion, colourable pretence, Hermog.Stat.1,3(pl.), Arg.D.19<*>12.V of the factions in the Circus at Constantinople, Agath.5.14,21.VI Astrol., = χρόα1.3, complexion of heavenly bodies, Phld.D.3.9, Vett. Val.107.26. -
9 ἀναχρώννυμι
A colour anew, discolour, Plu.2.93of:—[voice] Pass., v.l. in Thphr.Sud.12: metaph., to be defiled with,πολλαῖς γυναιξίν Eust.122.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναχρώννυμι
-
10 ἐπιχρώννυμι
A- κέχρωκα Plu.
(v.infr.): — rub or smear over, colour on the surface, tinge, τι Ruf.Anat.30, Plu. 2.395e, cf. Plot.4.5.7 ; τινι with a thing, Luc.Dom.8 ;οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ' ἐς βάθος.. φαρμάκοις.. καταβαφεῖσα Id.Im. 16
: metaph.,ψυχὴ ἐπακτὸν νοῦν ἔχει -χρωννύντα αὐτήν Plot.5.6.4
:— [voice] Pass., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι merely tinged with.., Pl.Ep. 340d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχρώννυμι
-
11 χρῶμα
χρῶμα, ατος, τό (cp. χρώννυμι ‘to tinge, color’)① color as hue, color (Eur., Hdt. et al.; pap, LXX; En 18:7; 98:2; TestSol 21:2; EpArist 97; Philo, Jos; loanw. in rabb.) Hv 4, 1, 10; 4, 3, 1. τῷ χρώματι in color Hs 6, 1, 5. In imagery, of the complete purity of faith among Roman Christians ἀποδιϋλισμένοι ἀπὸ παντὸς ἀλλοτρίου χρώματος filtered clear of every alien color IRo ins.② musical tone, tone-color, key, mode (Pla., Plut. et al.; Philo, Congr. Erud. Gr. 76) of singing in unison χρῶμα θεοῦ λαβόντες ᾂδετε get the key from God and sing IEph 4:2 (cp. Lghtf. ad loc.).—B. 1050. DELG s.v. χρώς 3.
См. также в других словарях:
χρώννυμι — και χρωννύω, ΜΑ 1. χρωματίζω, βάφω, προσδίδω χρώμα σε κάτι (α. «χρωσάτω τὴν κόμην», Λουκιαν. β. «τεχνητὸν ἔρευθος αὐτῇ τὰς παρειὰς χρώννυσιν», Θεμίστ.) 2. μτφ. (σχετικά με λόγο) προσδίδω ιδιαιτερότητα στο ύφος («εἶτα ἐπιθεὶς τὴν τάξιν, ἐπαγέτω τὸ … Dictionary of Greek
χρώννυμι — χρώννῡμι , χρώζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
άχρωστος — ἄχρωστος, ον (Α) 1. αυτός που δεν τον έχει αγγίξει κανείς, άθικτος 2. άχρωμος, αχρωμάτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θέμα) χρωσ , χρώζω χρώννυμι «αγγίζω, χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
επιχρώννυμι — ἐπιχρώννυμι και ἐπιχρωνύω (Α) καλύπτω την επιφάνεια με χρώμα («οὐκ ἄχρι τοῡ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῑσα») 2. παθ. ἐπιχρώννυμαι έχω την επιφάνεια μόνο βαμμένη, παρέχω επιπόλαια μόνο την εντύπωση ότι («οἱ δὲ ὄντως… … Dictionary of Greek
καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
μεταχρώννυμι — (Α) 1. μεταβάλλω το χρώμα ενός πράγματος 2. προσθέτω χρώμα σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
παραχρώννυμι — Α φθείρω, μεταβάλλω τη μουσική με τη χρωματική αρμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
παρεγχρώννυμι — Α μτφ. λέγω ακροθιγώς, υπαινίσσομαι («Θουκυδίδης τὸν Σωκράτην παρενίχρωσε τὸν Πλάτωνος στρατιώτην», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐν + χρώννυμι «αγγίζω»] … Dictionary of Greek
περιχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω, καλύπτω με χρώμα ολόγυρα κάτι 2. καλλωπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
προσχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω κάτι με επάλειψη ή με τρίψιμο 2. μτφ. δίνω μαύρο χρώμα («Λακεδαιμονίους ὑποπεσόντας... τῷ γραφείῳ προσέχρωσε», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek