-
1 годовалый
επ.χρονιάρικος, ενός χρόνου•годовалый ребенок χρονιάρικο παιδάκι•
-ая телка χρονιάρικο θηλυκό μοσχαράκι.
|| ενός χρόνου (διαρκείας)•-ое вино κρασί ενός χρόνου.
-
2 погодок
-дка α. διαφορά ενός χρόνου γέννησης (για αδερφό, -ή)•они -и αυτοί έχουν διαφορά ηλικίας ενός χρόνου.
|| ενός χρόνου μεγαλύτερος μου, -ρή μου. -
3 Interval
subs.P. διάλειμμα, τό, διάστημα, τό.Intervening space between two armies: V. μεταίχμιον, τό, or pl.Stand at intervals, v.: P. διαλείπειν, διίστασθαι.At intervals of (for space or time): P. διά (gen.).At long intervals (of space or time): P. διὰ πολλοῦ.At short intervals (of space or time): P. διʼ ὀλίγου.After an interval (of time): P. and V. διὰ χρόνου, P. χρόνου διελθόντος.After a long interval: Ar. διὰ πολλοῦ χρόνου.After an interval of two or three years: P. διελθόντων ἐτῶν δύο καὶ τριῶν.After a moment's interval I go to law: Ar. ἀκαρῆ διαλιπὼν δικάζομαι (Nub. 496).There is no special season which he leaves as an interval: P. οὐδʼ ἐστὶν ἐξαίρετος ὥρα τις ἣν διαλείπει (Dem. 124).They set out with a considerable interval between each man and his neighbour: P. διέχοντες πολὺ ᾖσαν (Thuc. 3. 22).He placed the merchantmen at intervals of about two hundred feet from one another: P. διαλιπούσας τὰς ὁλκάδας ὅσον δύο πλέθρα ἀπʼ ἀλλήλων κατέστησεν (Thuc. 7, 38).At intervals of ten battlements there were large towers: P. διὰ δέκα ἐπάλξεων πύργοι ἦσαν μεγάλοι (Thuc. 3, 21).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Interval
-
4 Lapse
subs.Interval: P. διάλειμμα, τό.Owing to lapse of time: P. διὰ χρόνου πλῆθος.After a considerable lapse of time: P. προελθόντος πολλοῦ χρόνου.After a sufficient lapse of time: P. χρόνου ἐπελθόντος ἱκανοῦ.After the lapse of three years: P. διαλιπόντων ἐτῶν τριῶν.——————v. intrans.Pass, elapse: P. and V. παρέρχεσθαι, διέρχεσθαι, P. διαγίγνεσθαι, προέρχεσθαι.Lapse into: P. περιίστασθαι εἰς (acc.), ἀποκλίνειν, πρός (acc.), ἐκπίπτειν εἰς (acc.).Fall into: P. and V. πίπτειν εἰς (acc.).Come to an end: P. and V. ἐξέρχετθαι, ἐξήκειν.It happened that their thirty years truce with the Argives was on the point of lapsing: P. συνέβαινε πρὸς τοὺς Ἀργείους αὐτοῖς τὰς τριακονταέτεις σπονδὰς ἐπʼ ἐξόδῳ εἶναι (Thuc. 5, 14; cf. also Thuc. 5, 28).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lapse
-
5 Time
subs.Time of day: P. and V. ὥρα, ἡ; hour.What time is it? Ar. and P. πηνίκα ἐστί;About what time died he? Ar. πηνίκʼ ἄττʼ ἀπώλετο; (Av. 1514).Time of life: Ar. and P. ἡλικία, ἡ, V. αἰών, ὁ.Occasion: P. and V. καιρός, ὁ.Time for: P. and V. ὥρα, ἡ (gen. or infin.), καιρός, ὁ (gen. or infin.), ἀκμή, ἡ (gen. or infin.).Leisure: P. and V. σχολή, ἡ.Want of time: P. ἀσχολία, ἡ.There is time, opportunity, v.: P. ἐγχωρεῖ.After a time, after an interval: P. and V. διὰ χρόνου.Eventually: P. and V. χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ. Seeing my friend after a long time: V. χρόνιον εἰσιδὼν φίλον (Eur., Cr. 475).As time went on: P. χρόνου ἐπιγιγνομένου (Thuc. 1, 126).At another time: P. and V. ἄλλοτε.At times, sometimes: P. and V. ἐνίοτε (Eur., Hel. 1213), V. ἔσθʼ ὅτε, P. ἔστιν ὅτε.At one time: see Once.At one time... at another: P. and V. τότε... ἄλλοτε, Ar. and P. τότε μέν... τότε δέ, ποτὲ μεν... ποτὲ δέ.At times I would have ( food) for the day, at others not: V. ποτὲ μὲν ἐπʼ ἦμαρ εἶχον, εἶτʼ οὐκ εἶχον ἄν (Eur., Phoen. 401).At the time of: P. παρά (acc.).To enforce the punishment due by law at the time of the commission of the offences: P. ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρʼ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι (Dem. 229).At that time: see Then.At what time? P. and V. πότε;For a time: P. and V. τέως.For the third time: P. and V. τρίτον, P. τὸ τρίτον.From time immemorial: P. ἐκ παλαιτάτου.From time to time: P. and V. ἀεί.In time, after a time: P. and V. διὰ χρόνου, χρόνῳ, V. χρόνῳ ποτέ, σὺν χρόνῳ, ἐν χρόνῳ.At the right moment: P. and V. καιρῷ, ἐν καιρῷ, εἰς καιρὸν, καιρίως (Xen.), εἰς δέον, ἐν τῷ δέοντι, ἐν καλῷ, εἰς καλόν, V. πρὸς καιρόν, πρὸς τὸ καίριον, ἐν δέοντι; see Seasonably.They wanted to get the work done in time: P. ἐβούλοντο φθῆναι ἐξεργασάμενοι (Thuc. 8, 92).In the time of: Ar. and P. ἐπί (gen.).Lose time, v.: see waste time.Save time: use P. and V. θάσσων εἶναι ( be quicker).Take time, be long: P. and V. χρονίζειν, χρόνιος εἶναι,involve delay: use P. μέλλησιν ἔχειν.It will take time: P. χρόνος ἐνέσται.Waste time, v.: P. and V. μέλλειν, χρονίζειν,σχολάζειν,τρίβειν, βραδύνειν, Ar. and P. διατρίβειν: see Delay.Times, the present: P. and V. τὰ νῦν, P. τὰ νῦν καθεστῶτα.Many times: P. and V. πολλάκις.Three times: P. and V. τρίς.A thousand times wiser: V. μυρίῳ σοφώτερος (Eur., And. 701); see under thousand.How many times as much? adj.: P. ποσαπλάσιος; four times as much: P. τετραπλάσιος, τετράκις τοσοῦτος (Plat., Men. 83B).Four times four are sixteen: P. τεττάρων τετράκις ἐστὶν ἑκκαίδεκα (Plat., Men. 83C).How many feet are three times three? τρεῖς τρὶς πόσοι εἰσὶ πόδες; (Plat., Men. 83E).——————subs.Rhythm: P. and V. ῥυθμός, ὁ.Keeping time, adj.: Ar. and P. εὔρυθμος.Give the time ( to rowers), v.: P. κελεύειν (dat.).——————v. trans.Measure: P. and V. μετρεῖν.Well-timed, adj.: see Timely.Ill-timed: P. and V. ἄκαιρος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Time
-
6 время
1. (мера длительности происходящего, существующего) о χρόν/οςо καιρός, η διάρκειαс течением - ени με τον καιρό, με την πάροδο του - ου- вычисления - εκτέλεσης υπολογισμών, υπολογιστικός -гражданское - πολιτικός -, η πολιτική ώραистинное - астр. αληθής --среднее Гринвичское - см. всемирное -стояночное - οι ώρες αναμονής, η σταλία/οι στα-λίεςходовое - мор. πλεύσιμος -эфирное ο ραδιοχρόνος, η διάρκεια ραδιοεκπομπήςэфемеридное астр. - των (αστρο)εφημερίδων2. грам. о χρόνος 3. (период, эпоха) η εποχ/ήвремена года - ες του χρόνου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > время
-
7 постоянная
η σταθεράдиэлектрическая - διηλεκτρική -, η επαγωγική ικανότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > постоянная
-
8 продление
η παράτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продление
-
9 время
время с 1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. гром.) завтра в это \время αύριο τέτοια ώρα сколько \времяени? τι ώρα είναι; хорошо провести \время περνώ ευχάριστα τον καιρό 2) (период) η εποχή; времена года οι εποχές του χρόνου ◇ на \время για ορισμένο διάστημα, προσωρινά' в то \время как τον καιρό που; ενώ \время от \времяени πότε πότε со \времяенем με τον καιρό тем \времяенем στο μεταξύ* * *с1) ο καιρός, η ώρα; ο χρόνος (тж. грам.)за́втра в э́то вре́мя — αύριο τέτοια ώρα
ско́лько вре́мени? — τι ώρα είναι
хорошо́ провести́ вре́мя — περνώ ευχάριστα τον καιρό
2) ( период) η εποχήвремена́ го́да — οι εποχές του χρόνου
••на вре́мя — για ορισμένο διάστημα, προσωρινά
в то вре́мя как — τον καιρό που; ενώ
вре́мя от вре́мени — πότε πότε
со вре́менем — με τον καιρό
тем вре́менем — στο μεταξύ
-
10 год
год м το έτος, η χρονιά, ο χρόνος учебный \год το διδακ τικό έτος το σχολικό έτος (в школе) весь (или целый) \год ολόκληρο χρόνο через \год μετά ένα χρόνο в прошлом (в будущем) \году πέρ(υ)σι (του χρόνου) \год тому назад πριν ένα χρόνο, πέρσι в текущем (или в этом) \году φέτος из года в \год από χρόνο σε χρό νο ◇ Новый \год το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά с Новым годом! ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!* * *мτο έτος, η χρονιά, ο χρόνοςуче́бный год — το διδακτικό έτος; το σχολικό έτος ( в школе)
че́рез год — μετά ένα χρόνο
в про́шлом (в бу́дущем) году́ — πέρ(υ)σι (του χρόνου)
год тому́ наза́д — πριν ένα χρόνο, πέρσι
в теку́щем ( или в э́том) году́ — φέτος
из го́да в год — από χρόνο σε χρόνο
••Но́вый год — το Νέον έτος, η Πρωτοχρονιά
с Но́вым го́дом! — ευτυχές το Νέον έτος!, καλή Πρωτοχρονιά!
-
11 годичный
годичный ετήσιος \годичный срок η προθεσμία ενός χρόνου* * *годи́чный срок — η προθεσμία ενός χρόνου
-
12 потеря
потер||яж1. ἡ ἀπώλεια, ὁ χαμός, τό Χάσιμο:\потеря времени ἡ ἀπώλεια χρόνου, τό χάσιμο χρόνου· \потеря памяти ἡ ἀμνησία· *"· речи ἡ ἀφασία·2. (убыток) ἡ ζημία, τό ζημίωμα:нести \потеряи ἔχω (или ὑφίσταμαι) ἀπώλειες. -
13 ветхость
-и θ.φθαρτότητα, σαθρότητα (από το πέρασμα του χρόνου), ξεχαρβάλωμα, αποσύνθεση•разрушается от -и καταστρέφεται (ερειπώνεται) από την πάροδο του χρόνου, από τον καταλύτη χρόνο.
-
14 времяпрепровождение
-я ουδ.το πέρασμα του χρόνου, του καιρού, της ώρας•скучное -ανιαρό πέρασμα του χρόνου.
-
15 недосуг
-а α.έλλειψη ελευθέρου χρόνου•мне недосуг δεν έχω (ελεύθερο) χρόνο•
за -ом από έλλειψη χρόνου•
сослаться на недосуг δικαιολογούμαι ότι δεν έχω καιρό•
я не пришл из-за -а δεν ήρθα, γιατί δεν ευκαιρούσα•
ασχοληθώ μαυτό. -
16 одногодичный
επ.μονοετής, ενός χρόνου διάρκειας•одногодичный курс лечения θεραπεία ενός χρόνου.
-
17 Space
subs.Room: P. and V. χῶρος, ὁ.A space of eight feet: P. ὀκτώπουν χωρίον (Plat., Men. 82E).Plenty of space: P. εὐρυχωρία, ἡ.Want of space: P. στενοχωρία, ἡ.Country: P. and V. χώρα, ἡ.In a small space: P. ἐν ὀλίγῳ.Have space for, v.; P. and V. χωρεῖν (acc.).Time: P. and V. χρόνος, ὁ.Space of, length of: use P. and V. πλῆθος, τό (gen.).After a space: P. and V. διὰ χρόνου.Within the space of short time: P. ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου (Plat.).Interval: P. διάλειμμα, τό, διάστημα, τό; see Interval.Space between two towers: P. μεταπύργιον, τό.Space between two armies: V. μεταίχμιον, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Space
-
18 Within
prep.P. and V. εἴσω (gen.). ἔσω (gen.), ἐντός (gen.), ἔνδον (gen.) (Plat. but rare V.), V. ἔσωθεν (gen.) (Eur., I. T. 1389).Within reach: use adj.. P. and V. πρόχειρος.Of distance: see Near.Within bowshot: P. and V. ἐντὸς τοξεύματος.Within a short time: P. ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου.Within what time will Hermione come to the house? V. ἥξει δʼ ἐς οἴκους Ἑρμιόνη τίνος χρόνου; (Eur., Or. 1211).If they do not go to law within five years: P. ἐὰν μὴ πέντε ἐτῶν δικάσωνται (Dem. 989).He came within an ace of being killed: P παρὰ μικρὸν ἦλθεν ἀποθανεῖν (Isoc. 388).——————adv.P. and V. ἐντός, εἴσω, ἔσω.In the house: P. and V. ἔνδον, οἴκοι, κατʼ οἶκον.From within: P. and V. ἔσωθεν, ἔνδοθεν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Within
-
19 абонемент
η κάρτα συνδρομής, ένα είδος κάρτας/εισιτηρίου ορισμένου χρόνου χρήσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > абонемент
-
20 быстрота
η ταχύτητα, η γρηγοράδα, η γοργότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > быстрота
См. также в других словарях:
χρονοῦ — χρονόω make temporal pres imperat mp 2nd sg χρονόω make temporal imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνου — χρόνος time masc gen sg χρονόω make temporal pres imperat act 2nd sg χρονόω make temporal imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek