Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρωτί

См. также в других словарях:

  • χρωτί — χρώς skin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CAMEUS — vulgo dicitur lapis lacteus, nigrô et candidô compositus, cuius nempe superficies candida est, radix vero nigra, marmoribus potius, quam gemmis, annumerandus. Ingentes namque exciduntur crustae, quibus lactea superficies, quae ectypis imaginibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αιθίοπας — ο (θηλ. ισσα και ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα) αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκεί αρχ. επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπης… …   Dictionary of Greek

  • εφαγιστεύω — ἐφαγιστεύω και δ. αν. ἀφαγιστεύω (Α) τελώ τις καθορισμένες τελετές, τη λατρεία που έχει καθοριστεί από τα ιερά έθιμα («κἀπὶ χρωτὶ διψίαν κόνιν παλύνας κἀφαγιστεύσας ἃ χρή», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἁγιστεύω* «ιερουργώ, εξαγνίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ώχρος — ο / ὦχρος, ΝΜΑ νεοελλ. αρχ. βοτ. ποικιλία τού φυτού λαθούρι («παραπλήσιοι μὲν εἰσι τὴν οὐσίαν οἱ λάθυροι τοῑς ὤχροις τε καὶ φασήλοις», Γαλ.) μσν. αρχ. ωχρίαση (α. «χρωτὶ δ ἐρευθιόωντι καὶ ἄχροος ἔμπεσεν ὦχρος», Τζέτζ. β. «ὦχρός τέ μιν εἷλε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»