-
21 закрашивать
закрашиватьнесов βάφω, μπογιατίζω, χρωματίζω, -
22 накладывать
накладыватьнесов1. (на что-л.) θέτω, βάζω, ἐπιθέτω:\накладывать компресс βάζω κομπρέσσα· \накладывать повязку ἐπιδένω· \накладывать лак βερνικώνω· \накладывать краску μπογιατίζω, χρωματίζω· \накладывать печать βάζω σφραγίδα·2. γεμίζω (наполнять)/ φορτώνω (нагружать)· ◊ \накладывать отпечаток На кого-л., на что́-л. ἀφήνω ἰχνη σέ κάποιον, σέ κάτι. -
23 наносить
наносить Iсов (приносить) φέρνω, φέρω, κουβαλώ.наносить IIнесов1. (нагромождать) ἀποθέτω (откладывать \наносить о воде)/ μαζεύω, στοιβάζω (снег, песок и т. п.)·2. (на карту и т. п.) σημειώνω:\наносить краски на холст χρωματίζω τό παννό· \наносить на бумагу καταγράφω, γράφω·3. (причинять) ἐπιφέρω, καταφέρω:\наносить удар καταφέρω κτύπημα· \наносить ущерб προξενώ ζημίαν \наносить оскорбление ἐξυβρίζω, προσβάλλω· \наносить поражение νικώ· ◊ \наносить визит ἐπισκέπτομαι κάποιον. -
24 окрашивать
окрашиватьнесов χρωματίζω, δίνω χροιά (тж. перен), βάφω. -
25 оттенять
оттенятьнесов1. жив. (φωτο)σκιάζω·2. перен τονίζω, ὑπογραμμίζω (подчеркивать)/ χρωματίζω (в музыкальном произведении). -
26 покрывать
покрыватьнесов1. σκεπάζω, καλύπτω / κουκουλώνω (укутывать) / στεγάζω, σκεπάζω (крышей):\покрывать» голову σκεπάζω τό κεφάλι μου·2. (возмещать) καλύπτω:\покрывать расходы καλύπτω τά ἐξοδα·3. (красить) ἀλείβω, ἐπιχρίω:\покрывать лаком βερνι-κώνω· \покрывать краской μπογιατίζω, χρωματίζω· \покрывать золотом ἐπιχρυσώνω·4. (не выдавать) κρύβω, ἀποκρύπτω, συγκαλύπτω·5. (заглушать \покрывать о звуках) σκεπάζω, πνίγω·6. (расстояние) καλύπτω, διατρέχω (απόσταση)· ◊ \покрывать себя сла́вой περιβάλλομαι μέ δόξαν. -
27 расписывать
расписыватьнесов1. (выписывать) ἀποδελτιώνω, ἀντιγράφω σέ χαρτιά:\расписывать счета бухг. καταχωρώ·2. (распределять) κατανέμω, (δια)μοιράζω·3. (разрисовывать красками) χρωματίζω·4. (рассказывать приукрашивая) περιγράφω, ἀπεικονίζω. -
28 закрашивать
[ζακράσυβατ'] ρ. βάφω, μπογιατίζω, χρωματίζω -
29 окрашивать
[ακράσυβατ"] ρ. χρωματίζω -
30 раскрашивать
[ρασκράσυβατ'] ρ. χρωματίζω -
31 расцвечивать
[ραστσβιέτσιβατ''] ρ. χρωματίζω -
32 закрашивать
[ζακράσυβατ'] ρ βάφω, μπογιατίζω, χρωματίζω -
33 окрашивать
[ακράσυβατ"] ρ χρωματίζω -
34 раскрашивать
[ρασκράσυβατ'] ρ χρωματίζω -
35 расцвечивать
[ραστσβιέτσιβατ''] ρ χρωματίζω -
36 выкрасить
-ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкрашенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.βάφω, χρωματίζω, μπογιατίζω.βάφομαι, χρωματίζομαι, μπογιατίζομαι. || λερώνομαι με μπογιές. || (για μαλλιά) βάφομαι• βάφω τα μαλλιά μου. -
37 закрасить
-ашу, -асишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрашенный, -шен, -а, -оρ.σ.μ. βάφω, χρωματίζω, μπογιατίζω.βάφομαι, χρωματίζομαι, μπογιατίζομαι. -
38 замалевать
-лига, -люешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замалеванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. βλ. замазать (1 σημ.).2. χρωματίζω, αλείφω. -
39 засинить
-
40 затушевать
-шуга, -чиуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затушеванный, βρ: -ван, -а, -о ρ.σ.μ.1. χρωματίζω με επιχρώστη, σφομιλώνω, φωτοσκιάζω.2. μτφ. σκεπάζω, συγκαλύπτω, αποκρύπτω.φωτοσκιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
χρωματίζω — χρωματίζω, χρωμάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρωματίζω — ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] προσδίδω χρώμα σε κάτι, βάφω (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «ὁπηνίκα τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῡ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω. γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για λόγο ή μελωδία) i)… … Dictionary of Greek
χρωματίζω — χρωμάτισα, χρωματίστηκα, χρωματισμένος 1. δίνω χρώμα σε κάτι, το βάφω, το μπογιαντίζω. 2. δίνω χρωματισμό στο λόγο. 3. χαρακτηρίζω κάποιον ότι ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Τον χρωμάτισαν αριστερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωριάζω — χρωματίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιοχρωματίζω — χρωματίζω με ελαιόχρωμα, με λαδομπογιά, λαδομπογιατίζω … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
ερεύθω — ἐρεύθω (Α) 1. κάνω κάτι ερυθρό, τό κοκκινίζω, τό χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
περιχρώ — όω, Α χρωματίζω, καλύπτω κάτι γύρω γύρω με χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρόω «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
περιχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω, καλύπτω με χρώμα ολόγυρα κάτι 2. καλλωπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
προσεπιχραίνω — Μ χρωματίζω ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιχραίνω «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek