-
1 расцвечивать
χρωματίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расцвечивать
-
2 закрасить
χρωματίζω, καλύπτω/σκεπάζω με χρώμα/βαφή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрасить
-
3 покрасить
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покрасить
-
4 прокрашивать
χρωματίζω (ξανά), ξαναβάφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прокрашивать
-
5 раскрасить
χρωματίζω, βάφω-ся χρωματίζομαι, βάφομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раскрасить
-
6 раскрашивать
раскрашиватьнесов χρωματίζω, βάφω:\раскрашивать под мрамор χρωματίζω σάν μάρμαρο· \раскрашивать картинку χρωματίζω εἰκόνα. -
7 окрашивать
1. (краской) χρωματίζω, βάφω 2. (придавать оттенок) χρωματίζω, δίνω/προσδίδω απόχρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окрашивать
-
8 красить
-
9 покрывать
покрывать, покрыть 1) (накрывать) σκεπάζω, καλύπτω 2) (краской) χρωματίζω, μπογιατίζω· βερνικώνω (лаком ) 3) (возместить) καλύπτω· \покрывать издержки производства καλύπτω τα έξοδα της παραγωγής* * *= покрыть1) ( накрывать) σκεπάζω, καλύπτω3) ( возместить) καλύπτωпокрыва́ть изде́ржки произво́дства — καλύπτω τα έξοδα της παραγωγής
-
10 расцвечивать
расцвечиватьнесов χρωματίζω, βάφω/ στολίζω, πλουμίζω (украшать):\расцвечивать красками χρωματίζω μέ μπογιές· \расцвечивать узорами στολίζω μέ σχέδια· \расцвечивать флагами σημαιο-στολίζω. -
11 красить
крашу, красишьρ.δ.1. βάφω•платье βάφω το φόρεμα•
красить яйца βάφω αυγά.
|| χρωματίζω, μπογιατίζω•красить дверь χρωματίζω την πόρτα.
2. αμ. βάφομαι•эта кофта -ит αυτή η μπλούζα βάφεται (την πιάνει η βαφή).
3. ομορφαίνω, στολίζω, κοσμώ•не место -ит человека, а человек место δεν ομορφαίνει η θέση τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος τη θέση.
βάφομαι. || χρωματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.φτιασιδώνομαι. -
12 окрасить
-йшу, -асишь, παθ. μτχ! παρλθ. χρ. окрашенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. βάφω χρωματίζω, μπογιατίζω•окрасить ткань βάφω ύφασμα•
окрасить дверь χρωματίζω την πόρτα•
окрасить в жлтый цвет βάφω κίτρινο χρώμα.
|| για ηλιακές ακτίνες, φωτιά κ.τ.τ.) κοκκινίζω.2. μτφ. προσδίδω ιδιαίτερη έκφραση, διανθίζω.1. βάφομαι χρωματίζομαι, μπογιατίζομαι.2. κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος. -
13 вирирование
(в фотографии) о (μονόχρωμος) χρωματισμός ασπρόμαυρης φωτογραφίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вирирование
-
14 красить
(краской) χρωματίζω, βάφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > красить
-
15 подкрашивать
βάφω ελαφρά, χρωματίζω συμπληρωματικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подкрашивать
-
16 покрывать
1. (накрывать) καλύπτω, σκεπάζω, επικαλύπτω, κουκουλώνω 2. (возмещать) καλύπτω 3. (накладывать на какую-л. поверхность тонкий слой какого-л. вещества) σκεπάζω, (επ)αλείφω 4. (обивать наружную поверхность чего-л.) ντύνω, επενδύω 5. (заполнять чем-л. по поверхности) καλύπτω, γεμίζω 6. (окутывать, охвачивать) σκεπάζω 7. (распростра-няться по поверхности чего-л., выступать на поверхность чего-л.) καλύπτω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покрывать
-
17 разрисовать
1. (раскрасить) χρωματίζω 2. (расписать) διακοσμώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрисовать
-
18 раскрашивание
(делать цветным, разноцветным) о χρωματισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раскрашивание
-
19 грунтовать
грунт||оватьнесов жив. χρωματίζω προκαταρκτικά, ἐπιστρώνω. -
20 закрашивать
закрашиватьнесов βάφω, μπογιατίζω, χρωματίζω,
См. также в других словарях:
χρωματίζω — χρωματίζω, χρωμάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χρωματίζω — ΝΜΑ [χρῶμα, ατος] προσδίδω χρώμα σε κάτι, βάφω (α. «χρωμάτισα τους τοίχους» β. «ὁπηνίκα τὸ κρυσταλλοειδὲς τοῡ ὀφθαλμοῡ ἀπό τινος πάθους χρωματισθῇ», Φιλόπ. Ιω. γ. «χρωματίζεσθαι παντοδαπὰς χροάς», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για λόγο ή μελωδία) i)… … Dictionary of Greek
χρωματίζω — χρωμάτισα, χρωματίστηκα, χρωματισμένος 1. δίνω χρώμα σε κάτι, το βάφω, το μπογιαντίζω. 2. δίνω χρωματισμό στο λόγο. 3. χαρακτηρίζω κάποιον ότι ανήκει σε ορισμένο πολιτικό κόμμα: Τον χρωμάτισαν αριστερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωριάζω — χρωματίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαιοχρωματίζω — χρωματίζω με ελαιόχρωμα, με λαδομπογιά, λαδομπογιατίζω … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
ερεύθω — ἐρεύθω (Α) 1. κάνω κάτι ερυθρό, τό κοκκινίζω, τό χρωματίζω κόκκινο («ὁ δὲ θ’ αἵματι γαῑαν ἐρεύθων» Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ερυθρός, κοκκινωπός, κοκκινίζω («τὸ πρόσωπον ἐρεύθει», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θεματικός ενεστώτας που αντιστοιχεί… … Dictionary of Greek
καταχρώννυμι — και καταχρωννύω και καταχρώζω (AM) χρωματίζω εντελώς, βάφω («καταχρῶσαι τὴν κόμην», Πολυδ.) αρχ. παθ. καταχρώννυμαι κηλιδώνομαι, λερώνομαι («κατὰ δ αἰθάλου κηλῑδα... κέχρωσαι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
περιχρώ — όω, Α χρωματίζω, καλύπτω κάτι γύρω γύρω με χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρόω «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
περιχρώννυμι — Α 1. χρωματίζω, καλύπτω με χρώμα ολόγυρα κάτι 2. καλλωπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + χρώννυμι «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek
προσεπιχραίνω — Μ χρωματίζω ακόμη περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπιχραίνω «χρωματίζω»] … Dictionary of Greek