-
1 χρυτταῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυτταῖος
См. также в других словарях:
Χρυτταίος — ὁ, Α ονομασία μήνα στη Λαμία και στη Θεσσαλία … Dictionary of Greek
1 χρυτταῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυτταῖος
Χρυτταίος — ὁ, Α ονομασία μήνα στη Λαμία και στη Θεσσαλία … Dictionary of Greek