Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρυσ-άμπυξ

См. также в других словарях:

  • μονάμπυξ — μονάμπυξ, ὁ και ἡ (ΑΜ) (για άλογα) αυτός που έχει μόνο χαλινάρι («τέθριππά θ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.) αρχ. (για ταύρο) αυτός που είναι μόνος στο ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἄμπυξ «χαλινάρι» (πρβλ. λιπαρ άμπυξ, χρυσ άμπυξ)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσάμπυξ — υκος, ὁ, ἡ, ΜΑ (για άλογο) αυτός που έχει χρυσά προμετωπίδια (αρχ) (για χαλινό) αυτός που έχει χρυσό έλασμα στα λουριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ἄμπυξ «διάδημα, ταινία» (πρβλ. λευκ άμπυξ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»