-
1 χρυσοπεπλος
-
2 χρυσόπεπλος
χρῡσόπεπλος, -ον1 with golden robeχρυσοπέπλου Μναμοσύνας I. 6.75
-
3 χρυσόπεπλος
χρῡσόπεπλος, χρυσόπεπλοςwith robe of gold: masc /fem nom sg -
4 χρυσόπεπλος
χρῡσό-πεπλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσόπεπλος
-
5 χρῡσόπεπλος
χρῡσό-πεπλος, mit goldenem Schleier, Gewande -
6 αχρυσοπεπλος
-
7 χρυσόπεπλον
χρῡσόπεπλον, χρυσόπεπλοςwith robe of gold: masc /fem acc sgχρῡσόπεπλον, χρυσόπεπλοςwith robe of gold: neut nom /voc /acc sg -
8 χρυσοπέπλου
χρῡσοπέπλου, χρυσόπεπλοςwith robe of gold: masc /fem /neut gen sg -
9 χρυσόπεπλε
χρῡσόπεπλε, χρυσόπεπλοςwith robe of gold: masc /fem voc sg
См. также в других словарях:
χρυσόπεπλος — χρῡσόπεπλος , χρυσόπεπλος with robe of gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόπεπλος — ον, Α αυτός που φορεί χρυσό πέπλο («χρυσόπεπλε κούρα», Ανακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πέπλος (πρβλ. λινό πεπλος)] … Dictionary of Greek
χρυσόπεπλον — χρῡσόπεπλον , χρυσόπεπλος with robe of gold masc/fem acc sg χρῡσόπεπλον , χρυσόπεπλος with robe of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγιστοάνασσα — μεγιστοάνασσα, ἡ (Α) (προσωνυμία τής Ήρας) η πρώτη ανάμεσα στις βασίλισσες, η μεγαλύτερη από τις βασίλισσες («μεγιστοάνασσα κέλευσε χρυσόπεπλος Ἥρα», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγίστη + ἄνασσα (πρβλ. ευρυ άνασσα, υμνο άνασσα)] … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσοπέπλου — χρῡσοπέπλου , χρυσόπεπλος with robe of gold masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσόπεπλε — χρῡσόπεπλε , χρυσόπεπλος with robe of gold masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)