Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

χρυσόβωλος

См. также в других словарях:

  • χρυσόβωλος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για έδαφος) αυτός που περιέχει βώλους χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βωλος (< βῶλος «χώμα, έδαφος»), πρβλ. καλλί βωλος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσόβωλον — χρῡσόβωλον , χρυσόβωλος with soil of gold masc/fem acc sg χρῡσόβωλον , χρυσόβωλος with soil of gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»