-
1 χρυσηρης
-
2 χρυσήρης
χρῡσήρης, χρυσήρηςfurnished: masc /fem acc pl (attic epic doric)χρῡσήρης, χρυσήρηςfurnished: masc /fem nom /voc pl (doric aeolic)χρῡσήρης, χρυσήρηςfurnished: masc /fem nom sg -
3 χρυσήρης
χρῡσ-ήρης, ες,A furnished or decked with gold, golden, (lyr.); Ἄρκτος στρέφουσ' οὐραῖα χρυσήρη πόλῳ ib. 1154;ναῶν θριγκοί Id.IT 129
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσήρης
-
4 χρῡσήρης
χρῡσ-ήρης, ες, mit Gold befestigt, goldgefügt, aus Gold gearbeitet -
5 χρυσήρη
χρῡσήρη, χρυσήρηςfurnished: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)χρῡσήρη, χρυσήρηςfurnished: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)χρῡσήρη, χρυσήρηςfurnished: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
6 χρυσήρεις
χρῡσήρεις, χρυσήρηςfurnished: masc /fem acc plχρῡσήρεις, χρυσήρηςfurnished: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
7 Golden
adj.Of hair: P. and V. ξανθός.With golden spear: Ar. and V. χρυσόλογχος.With golden trident: Ar. χρυσοτρίαινος.Golden-crested: Ar. χρυσόλοφος.Golden-eyed: Ar. χρυσῶπις (only with fem. subs.).Golden-haired: Ar. χρυσοκόμης, P. and V. ξανθός.Golden-throned: Ar. χρυσόθρονος.Golden-winged: Ar. χρυσόπτερος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Golden
См. также в других словарях:
χρυσήρης — χρῡσήρης , χρυσήρης furnished masc/fem acc pl (attic epic doric) χρῡσήρης , χρυσήρης furnished masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χρῡσήρης , χρυσήρης furnished masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσήρης — ήρες, Α χρυσοστόλιστος («εἰς χρυσήρεις οἴκους», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ήρης* (Ι), πρβλ. ξιφ ήρης] … Dictionary of Greek
χρυσήρη — χρῡσήρη , χρυσήρης furnished neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρῡσήρη , χρυσήρης furnished masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρῡσήρη , χρυσήρης furnished masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσήρεις — χρῡσήρεις , χρυσήρης furnished masc/fem acc pl χρῡσήρεις , χρυσήρης furnished masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek