-
1 χρῡσόκαρπος
-
2 χρῡσεό-καρπος
χρῡσεό-καρπος, = χρυσόκαρπος, Drac. p. 36.
См. также в других словарях:
χρυσόκαρπος — και χρυσεόκαρπος, ον, Α 1. αυτός που φέρει χρυσούς καρπούς 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρυσόκαρπος ο κισσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + καρπoς (< καρπός), πρβλ. ἀγλαό καρπος] … Dictionary of Greek
χρυσόκαρπος — χρῡσόκαρπος , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… … Dictionary of Greek
χρυσεόκαρπος — ον, Α βλ. χρυσόκαρπος … Dictionary of Greek
χρυσοκάρποισι — χρῡσοκάρποισι , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοκάρποισιν — χρῡσοκάρποισιν , χρυσόκαρπος with golden fruit masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)