-
1 χρυσοφορος
2носящий золотые украшения или шитую золотом одежду(ἄνδρες Her.)
δειρέ χ. Soph. — шея, украшенная золотым ожерельем;χ. σπατάλη Anth. — богатые золотые украшения -
2 χρυσοφόρος
ος, ο[ν] золотоносный, содержащий золото;χρυσοφόρος άμμος — золотоносный песок
-
3 χρυσούχος
ος, ον см. χρυσοφόρος
См. также в других словарях:
χρυσοφόρος — α, ο / χρυσοφόρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που φορεί χρυσά, χρυσοποίκιλτα ενδύματα («Ἑλλήνων προμαχοῡντες Ἀθηναῑοι Μαραθῶνι χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν», Σιμων.) 2. αυτός που παράγει ή που περιέχει χρυσό (α. «χρυσοφόρα κοιτάσματα» β. «ὁ γράψας… … Dictionary of Greek
χρυσοφόρος — χρῡσοφόρος , χρυσοφόρος wearing gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοφόρος — α, ο 1. αυτός που περιέχει χρυσό. 2. αυτός που φορεί χρυσά κοσμήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρυσοφόρον — χρῡσοφόρον , χρυσοφόρος wearing gold masc/fem acc sg χρῡσοφόρον , χρυσοφόρος wearing gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AURATA Domus — χρυσοφόρος οἶκος Graece, apud Lucianum in Philopatride, ubi Critias accessum suum ad Christianorum (sub Traiano) coetum quendam enarans, Multis, inquit, superatis scalis in domum auratam ascendimus, qualem Homerus Menelai fingit esse. cenaculum… … Hofmann J. Lexicon universale
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
κατάχρυσος — η, ο (Α κατάχρυσος, ον) 1. καλυμμένος ή στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, χρυσοστόλιστος, χρυσοποίκιλτος 2. αυτός που έχει πολλές καλές ιδιότητες, πολλά προτερήματα, αξιαγάπητος νεοελλ. αυτός που έχει κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου από χρυσό,… … Dictionary of Greek
σπατάλη — η, ΝΜΑ υπερβολική δαπάνη, χρησιμοποίηση ή ανάλωση χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ (α. «η σπατάλη τού δημόσιου χρήματος» β. «μαχλάδος χρυσομανῆ σπατάλην», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. 1. άσκοπη και απερίσκεπτη χρήση ή ανάλωση (α. «σπατάλη χρόνου» β. «σπατάλη… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσιοφόρος — ον, Μ χρυσοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + φόρος*] … Dictionary of Greek
χρυσοφορία — ἡ, Α [χρυσοφόρος] 1. το να φορεί κανείς χρυσά κοσμήματα ή χρυσοκέντητη στολή 2. το δικαίωμα αξιωματούχου να φορεί χρυσά κοσμήματα και, κυρίως, χρυσό δαχτυλίδι … Dictionary of Greek