Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρυσομανῶ

См. также в других словарях:

  • χρυσομανώ — έω, Μ [χρυσομανής] επιθυμώ με μανία τον πλούτο, το χρήμα …   Dictionary of Greek

  • χρυσομανῶ — χρυσομανέω mad after gold pres subj act 1st sg (attic epic doric) χρυσομανέω mad after gold pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανώ — (AM μανῶ) β συνθετικό ρημάτων που σημαίνουν έντονη ενέργεια ή διάθεση για κάτι, από αρχ. και μετγν. σύνθετα σε μανής* (πρβλ. ξενομανώ < ξενομανής, θηλυμανώ < θηλυμανής).Σύνθετα σε μανώ: ερωτομανώ, λυσσομανώ αρχ. ανδρομανώ, ασελγομανώ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»