Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χρυσομανής

См. также в других словарях:

  • χρυσομανής — mad after gold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσομανής — ές, ΜΑ αυτός που επιθυμεί με μανία τον πλούτο, χρυσολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσομανῆ — χρυσομανής mad after gold neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρυσομανής mad after gold masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρυσομανής mad after gold masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσομανές — χρυσομανής mad after gold masc/fem voc sg χρυσομανής mad after gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσομανία — ἡ, Μ [χρυσομανής] η ιδιότητα τού χρυσομανούς …   Dictionary of Greek

  • χρυσομανώ — έω, Μ [χρυσομανής] επιθυμώ με μανία τον πλούτο, το χρήμα …   Dictionary of Greek

  • ՈՍԿԵՄՈԼ — ( ) NBH 2 0519 Chronological Sequence: 6c ա. χρυσομανής auri amore insaniens. Մոլեալ ի սէր ոսկւոյ. ոսկիի խենդ. ... *Էր արծաթասէր յոյժ, եւ ոսկէմոլ. Նոննոս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»